εὐπέτεια: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;<br /><b>2</b> grande quantité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπετής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;<br /><b>2</b> grande quantité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπετής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπέτεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[легкость]]: δι᾽ εὐπετείας Eur. и μετ᾽ εὐπετείας Plat. четко, с легкостью; εὐπετείας [[διδόναι]] Plat. облегчать, оказывать снисхождение;<br /><b class="num">2)</b> [[доступность]], [[возможность свободно пользоваться]] (γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.): ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τὴν εὐπέτειαν Plut. отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐπέτεια]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ease]], δι' εὐπετείας [[easily]], Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to [[give]] facilities, Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[easiness]] of getting or having a [[thing]], c. gen., Hdt., Xen. [from [[εὐπετής]] | |mdlsjtxt=[[εὐπέτεια]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ease]], δι' εὐπετείας [[easily]], Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to [[give]] facilities, Plat.<br /><b class="num">2.</b> [[easiness]] of getting or having a [[thing]], c. gen., Hdt., Xen. [from [[εὐπετής]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. εὐπετ-είη, ἡ, A ease, δι' εὐπετείας easily, E.Ph.262; μετ' εὐπετείας γίγνεσθαι Pl.Ti.64d; κατὰ πολλὴν εὐπέτειαν D.H.6.52: pl., εὐπετείας διδόναι give facilities, grant indulgences, κακίας πέρι Pl.R. 364c. 2 easiness of getting or having, γυναικῶν Hdt.5.20; τροφῆς X.Oec.5.5; τῶν προθυμουμένων Pl.Lg.718d; ἀγορᾶς Plu.Nic.20. 3 easy decline, degeneration, Hp.Nat.Hom.12.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit ἀφθονία verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der εὐμάρεια entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Übertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;
2 grande quantité, abondance.
Étymologie: εὐπετής.
Russian (Dvoretsky)
εὐπέτεια: ἡ
1) легкость: δι᾽ εὐπετείας Eur. и μετ᾽ εὐπετείας Plat. четко, с легкостью; εὐπετείας διδόναι Plat. облегчать, оказывать снисхождение;
2) доступность, возможность свободно пользоваться (γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.): ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τὴν εὐπέτειαν Plut. отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπέτεια: ἡ, εὐκολία, δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) εὐκολία περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) ἀσθένεια, ἀδυναμία σώματος, Ἱππ. 230. 27.
Greek Monolingual
εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) ευπετής
1. ευκολία, ευχέρεια
2. αφθονία, περίσσεια
3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός του σώματος.
Greek Monotonic
εὐπέτεια: ἡ,
1. ευκολία, δι' εὐπετείας, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., εὐπετείας διδόναι, παροχή ευκολιών, προσφορά ανέσεων, σε Πλάτ.
2. ευκολία λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐπέτεια, ἡ,
1. ease, δι' εὐπετείας easily, Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to give facilities, Plat.
2. easiness of getting or having a thing, c. gen., Hdt., Xen. [from εὐπετής