Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτεπίλεπτος:''' [[тончайший из тонких]], [[самый тонкий]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτεπίλεπτος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[λεπτός]], δηλ. τόσο [[λεπτός]] όσο γίνεται, [[εύθραυστος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λεπτεπίλεπτος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[λεπτός]], δηλ. τόσο [[λεπτός]] όσο γίνεται, [[εύθραυστος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτεπίλεπτος:''' [[тончайший из тонких]], [[самый тонкий]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτ-επί-λεπτος, ον<br />[[thin]]-[[upon]]-[[thin]], i. e. [[thin]] as [[thin]] can be, Anth.
|mdlsjtxt=λεπτ-επί-λεπτος, ον<br />[[thin]]-[[upon]]-[[thin]], i. e. [[thin]] as [[thin]] can be, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτεπίλεπτος Medium diacritics: λεπτεπίλεπτος Low diacritics: λεπτεπίλεπτος Capitals: ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptepíleptos Transliteration B: leptepileptos Transliteration C: leptepileptos Beta Code: leptepi/leptos

English (LSJ)

ον, thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

German (Pape)

[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.

Russian (Dvoretsky)

λεπτεπίλεπτος: тончайший из тонких, самый тонкий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής της εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβ-επί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].

Greek Monotonic

λεπτεπίλεπτος: -ον, πάρα πολύ λεπτός, δηλ. τόσο λεπτός όσο γίνεται, εύθραυστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεπτ-επί-λεπτος, ον
thin-upon-thin, i. e. thin as thin can be, Anth.