λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]]. | |btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτεπίλεπτος:''' [[тончайший из тонких]], [[самый тонкий]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπτεπίλεπτος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[λεπτός]], δηλ. τόσο [[λεπτός]] όσο γίνεται, [[εύθραυστος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λεπτεπίλεπτος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[λεπτός]], δηλ. τόσο [[λεπτός]] όσο γίνεται, [[εύθραυστος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λεπτ-επί-λεπτος, ον<br />[[thin]]-[[upon]]-[[thin]], i. e. [[thin]] as [[thin]] can be, Anth. | |mdlsjtxt=λεπτ-επί-λεπτος, ον<br />[[thin]]-[[upon]]-[[thin]], i. e. [[thin]] as [[thin]] can be, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.
German (Pape)
[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.
Russian (Dvoretsky)
λεπτεπίλεπτος: тончайший из тонких, самый тонкий Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής της εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβ-επί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].
Greek Monotonic
λεπτεπίλεπτος: -ον, πάρα πολύ λεπτός, δηλ. τόσο λεπτός όσο γίνεται, εύθραυστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λεπτ-επί-λεπτος, ον
thin-upon-thin, i. e. thin as thin can be, Anth.