οἰκειόω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκειώσω, <i>pf. Pass.</i> ᾠκείωμαι;<br />rendre familier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> unir intimement;<br /><b>2</b> rendre propre <i>ou</i> particulier à, approprier ; <i>au sens réfléchi (s.e.</i> ἑαυτῷ) s'approprier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκειόομαι]], [[οἰκειοῦμαι]];<br /><b>1</b> unir à soi ; se concilier ; <i>avec idée de force</i> s'approprier, acc.;<br /><b>2</b> unir, concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκεῖος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκειώσω, <i>pf. Pass.</i> ᾠκείωμαι;<br />rendre familier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> unir intimement;<br /><b>2</b> rendre propre <i>ou</i> particulier à, approprier ; <i>au sens réfléchi (s.e.</i> ἑαυτῷ) s'approprier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκειόομαι]], [[οἰκειοῦμαι]];<br /><b>1</b> unir à soi ; se concilier ; <i>avec idée de force</i> s'approprier, acc.;<br /><b>2</b> unir, concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκεῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκειόω:''' ион. οἰκηϊόω преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[сближать]], [[привязывать]], [[располагать к себе]] (τινα Plat.; τινα πρός τινα Plut.): [[χωρίον]], ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. город, дружественные или враждебные отношения с которым весьма не безразличны;<br /><b class="num">2)</b> [[присваивать себе или считать своим]] (τὴν Ἀσίην Her.; ἅπαντα τὰ ἐν πόλει Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[приспособлять]], [[приноравливать]] (τι πρός τι Polyb.): οἰκειοῦσθαί τι ταῖς ψυκαῖς τῶν παίδων Plat. привить что-л. детским душам.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκειόω:''' Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[οἰκεῖος]]), κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, τον [[προσελκύω]], σε Ηρόδ.· Παθ., [[γίνομαι]] [[φίλος]], σε Θουκ.· είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''οἰκειόω:''' Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[οἰκεῖος]]), κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, τον [[προσελκύω]], σε Ηρόδ.· Παθ., [[γίνομαι]] [[φίλος]], σε Θουκ.· είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκειόω:''' ион. οἰκηϊόω преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[сближать]], [[привязывать]], [[располагать к себе]] (τινα Plat.; τινα πρός τινα Plut.): [[χωρίον]], ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. город, дружественные или враждебные отношения с которым весьма не безразличны;<br /><b class="num">2)</b> [[присваивать себе или считать своим]] (τὴν Ἀσίην Her.; ἅπαντα τὰ ἐν πόλει Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[приспособлять]], [[приноравливать]] (τι πρός τι Polyb.): οἰκειοῦσθαί τι ταῖς ψυκαῖς τῶν παίδων Plat. привить что-л. детским душам.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκειόω]], [[οἰκεῖος]]<br /><b class="num">1.</b> to make one's own:<br /><b class="num">1.</b> to make a [[person]] one's [[friend]], Thuc.; so in Mid. to win his [[favour]] or [[affection]], [[conciliate]], Hdt.:—Pass. to be made [[friendly]], Thuc.: to be [[closely]] united, Plat.<br /><b class="num">2.</b> Mid. also, c. acc. rei, to make one's own, [[claim]] as one's own, [[appropriate]], Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=[[οἰκειόω]], [[οἰκεῖος]]<br /><b class="num">1.</b> to make one's own:<br /><b class="num">1.</b> to make a [[person]] one's [[friend]], Thuc.; so in Mid. to win his [[favour]] or [[affection]], [[conciliate]], Hdt.:—Pass. to be made [[friendly]], Thuc.: to be [[closely]] united, Plat.<br /><b class="num">2.</b> Mid. also, c. acc. rei, to make one's own, [[claim]] as one's own, [[appropriate]], Hdt., Plat.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκειόω Medium diacritics: οἰκειόω Low diacritics: οικειόω Capitals: ΟΙΚΕΙΟΩ
Transliteration A: oikeióō Transliteration B: oikeioō Transliteration C: oikeioo Beta Code: oi)keio/w

English (LSJ)

Ion. οἰκηϊόω, A make οἰκεῖος: I make a person a kinsman, τὴν πόλιν ἐς τὴν ξυγγένειαν -οῦντες Th.3.65. II mostly in Med., 1 c. acc. pers., make a person one's friend, Hdt.4.148, Pl. Lg.738d; reconcile, οἰ. ἕνα πρὸς ἕνα Phld.Rh.2.222 S., cf. Plu.Oth.2; οἰ. δῆμον λόγῳ D.H.9.44: abs., make friends, Aen.Tact.24.5:—Pass., to be made friendly, opp. πολεμοῦσθαι, Th.1.36, cf. Arist.Pol.1336b30. b in Stoic Philos., to be endeared by nature, Chrysipp.Stoic. 3.43. 2 c. acc. rei, make or claim as one's own, appropriate, τὴν Ἀσίην οἰκηϊεῦνται οἱ Πέρσαι Hdt.1.4; τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηϊοῦνται Αυδοί ib.94; Αἰγύπτιοι οἰ. Καμβυσέα claim him as their own, Id.3.2; ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰ. Pl.R.466c; entice bees, Id.Lg. 843e. 3 Act., adapt, make fit or suitable, τινί τι Sotad.Com. 1.17; τι πρός τι Plb.9.1.2; ὁ οἰκειῶν πρὸς ἀρετὴν λόγος Aristo Stoic.1.80, cf. Plot.4.4.44:—Pass., to be familiarized to, ταῖς ψυχαῖς Pl.Prt.326b; become familiar with, Id.Prm.128a; οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Epicur.Ep.1p.4U. 4 Astrol., in Pass., to be domiciliarily related, -ούμενος τῷ ζῳδίῳ, of a planet, having the sign as its domicile, Vett.Val.264.21.

German (Pape)

[Seite 299] zum οἰκεῖος machen, zum Vertrauten, Freunde machen, Ggstz von ἀλλοτριόω, Thuc. 3, 65. – Med., οὐδαμῶς ἐξελὼν αὐτούς, ἀλλὰ κάρτα οἰκηϊεύμενος, Her. 4, 148; οὐ μόνον τῇ ἄλλῃ φιλίᾳ βούλεται ᾠκειῶσθαι, ἀλλὰ καὶ τῷ συγγράμματι, Plat. Parm. 228 a, vgl. Prot. 326 b. – Übertr., ἡ πραγματεία ἡμῶν πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκειοῦται, paßt sich einer Art von Lesern an, paßt für sie, Pol. 9, 1, 2. – Gew. zu eigen machen, bes. im med., sich aneignen, τὴν Ἀσίην οἰκειεῦνται οἱ Πέρσαι, Her. 1, 4; ἅπαντα ἐν τῇ πόλει οἰκειοὖσθαι, Plat. Rep. V, 466 c; oft bei Folgdn; auch act., ὡς οἰκειοῦντες τὰς τότε καλουμένας ἐννέα ὁδούς, Thuc. 1, 100.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. οἰκειώσω, pf. Pass. ᾠκείωμαι;
rendre familier, d'où
1 unir intimement;
2 rendre propre ou particulier à, approprier ; au sens réfléchi (s.e. ἑαυτῷ) s'approprier, acc.;
Moy. οἰκειόομαι, οἰκειοῦμαι;
1 unir à soi ; se concilier ; avec idée de force s'approprier, acc.;
2 unir, concilier.
Étymologie: οἰκεῖος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειόω: ион. οἰκηϊόω преимущ. med.
1) сближать, привязывать, располагать к себе (τινα Plat.; τινα πρός τινα Plut.): χωρίον, ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. город, дружественные или враждебные отношения с которым весьма не безразличны;
2) присваивать себе или считать своим (τὴν Ἀσίην Her.; ἅπαντα τὰ ἐν πόλει Plat.);
3) приспособлять, приноравливать (τι πρός τι Polyb.): οἰκειοῦσθαί τι ταῖς ψυκαῖς τῶν παίδων Plat. привить что-л. детским душам.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειόω: Ἰων, οἰκηιόω, κάμνω τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, (οἰκεῖος ΙΙΙ). 1) κάμνω τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. κάμνω τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων 2· οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44· - Παθ., γίνομαι φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., κάμνω τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου πρᾶγμα, οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 4· τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ αὐτόθι 94· οὕτως, Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 2· ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ σφετερίζω, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) καθόλου, προσαρμόζω, τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16· τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., γίνομαι οἰκεῖος ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α· οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37.

Greek Monotonic

οἰκειόω: Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. -ώσω (οἰκεῖος), κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι·
1. κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία του, τον προσελκύω, σε Ηρόδ.· Παθ., γίνομαι φίλος, σε Θουκ.· είμαι στενά συνδεδεμένος, σε Πλάτ.
2. Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω κάτι δικό μου, θεωρώ ότι κάτι μου ανήκει, οικειοποιούμαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

οἰκειόω, οἰκεῖος
1. to make one's own:
1. to make a person one's friend, Thuc.; so in Mid. to win his favour or affection, conciliate, Hdt.:—Pass. to be made friendly, Thuc.: to be closely united, Plat.
2. Mid. also, c. acc. rei, to make one's own, claim as one's own, appropriate, Hdt., Plat.