ἀντίδικος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> adversaire dans un procès, partie adverse;<br /><b>2</b> ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δίκη]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> adversaire dans un procès, partie adverse;<br /><b>2</b> ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δίκη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίδῐκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[юридическая сторона]] Plat., Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> [[обвинитель]], [[истец]] Lys.;<br /><b class="num">3)</b> [[противник]], [[враг]] (Πριάμου ἀ. [[Μενέλαος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), [[αντίδικος]] στη [[δίκη]], [[συνήγορος]] ή [[κατήγορος]], [[ενάγων]] ή [[εναγόμενος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[αντίπαλος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀντίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), [[αντίδικος]] στη [[δίκη]], [[συνήγορος]] ή [[κατήγορος]], [[ενάγων]] ή [[εναγόμενος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[αντίπαλος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, opponent or adversary in a suit, Aeschin.2.165, cf. Pl.Phdr.273c: fem., ἡ ἀ. POxy.37i8(iA. D.): properly, the defendant, Antipho 1.2; but also, the plaintiff, Lys7.13; ἀ. πρός τινα Antipho 1.5:—generally, opponent, adversary, A.Ag. 41; ἀληθινῶν ἀ. [Heraclit.]133, cf. 1 Ep.Pet.5.8, Phld.Ir.p.65W.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 jur. adversario en un juicio ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀ. τί δρῶσιν; Pl.Phdr.261c, τοῦ γὰρ ἀντιδίκου περὶ μὲν ὧν ἡ κρίσις ἦν οὐδὲν λέγοντος δίκαιον Isoc.15.5, εἰ γὰρ εἴησαν δύ' ἐναντίοι νόμοι, καί τινες ἀ. παρ' ὑμῖν ἀγωνίζοιντο D.24.35, τίς οὕτως ὠμός ἐστιν ἀ. ἢ διαιτητὴς ὃς ... D.33.34, cf. Antipho 1.2, 5, Lys.7.13, Isoc.17.2, Is.1.29, 4.24, D.29.22, 58.20, Aeschin.2.165, Anaximen.Rh.1432b38, PPetr.2.12.10 (III a.C.), SIG 953.5 (Calimna II a.C.), LXX Pr.18.17, I.AI 13.413, Eu.Matt.525, Luc.Dom.32, BGU 2071.14 (II d.C.), PWisc.1.7, 11, 17 (II d.C.), PCair.Isidor.70.11 (IV d.C.)
•en fem. ἡ ἀ. I.AI 8.30, τοῦτο ἐνεχείρισεν τῇ ἀντιδίκῳ POxy.37.1.8 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.229.27 (II d.C.)
•fig. de Menelao como querellante contra Paris, A.A.41.
2 en gener. enemigo, contrario ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι Heraclit.B 133, ἔσονται γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ ἀπολοῦνται πάντες οἱ ἀ. σου LXX Is.41.11, ὁ ἀ. ὑμῶν διάβολος ... περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν 1Ep.Petr.5.8, cf. Phld.Ir.p.65, LXX Si.36.6, Chrysipp.Stoic.2.96.
German (Pape)
[Seite 251] (δίκη), ὁ, der Gegner vor Gericht, ἐν δικαστηρίοις Plat. Theaet. 161 c; τῶν ἀντιδίκων ἑκάτερος, beide Parteien, Legg. XI, 937 b; öfter bei den Rednern; übh. Feind, Aesch. Ag. 41.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 adversaire dans un procès, partie adverse;
2 ennemi.
Étymologie: ἀντί, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδῐκος: ὁ
1) юридическая сторона Plat., Aeschin.;
2) обвинитель, истец Lys.;
3) противник, враг (Πριάμου ἀ. Μενέλαος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδῐκος: -ον, (δίκη) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχίν. 50. 22· κυρίως ὁ κατηγορούμενος, Ἀντιφῶν 111. 41· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὁ ἐνάγων, Λυσ. 109. 25· ἀντ. πρός τινα Ἀντιφῶν 112.7· οἱ ἀντίδικοι Πλάτ. Φαῖδρ. 273C, καὶ ἀλλαχοῦ: -καθόλου, ἐναντίος, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 41· διαιτητὰς ἀλλ’ οὐκ ἀντιδίκους εἶναι τοὺς μέλλοντας τἀληθὲς κρίνειν ἱκανῶς Ἀριστοτ. π. Οὐρ. 279b. 11.
English (Strong)
from ἀντί and δίκη; an opponent (in a lawsuit); specially, Satan (as the arch-enemy): adversary.
English (Thayer)
ἀντίδικον (δίκη); as a substantive ὁ ἀντίδικος a. an opponent in a suit at law: Xenophon, Plato, often in the Attic orators).
b. universally, an adversavy, enemy (Aesehyl. Ag. 41; ἀντίδικος because he accuses men before God).
Greek Monolingual
ο (Α ἀντίδικος, -ον)
ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους
αρχ.
1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος
2. ο μηνυτής, ο ενάγων
3. ο εχθρός, ο αντίπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -δικος < δίκη.
Greek Monotonic
ἀντίδῐκος: -ον (δίκη), αντίδικος στη δίκη, συνήγορος ή κατήγορος, ενάγων ή εναγόμενος, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, αντίπαλος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δίκη
an opponent in a suit, defendant or plaintiff, Plat., etc.: generally an opponent, Aesch.
Chinese
原文音譯:¢nt⋯dikoj 安提-笛可士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:交換-義(者) 相當於: (רִיב)
字義溯源:對頭,仇敵;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成。這字本意是:上法院
出現次數:總共(5);太(2);路(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 對頭(4) 太5:25; 太5:25; 路12:58; 路18:3;
2) 仇敵(1) 彼前5:8
English (Woodhouse)
in a law suit, in a lawsuit, one's opponent in a legal action