ἀνοικίζω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> [[ἀνῴκισα]];<br /><b>1</b> ([[ἀνά]] en haut) bâtir dans l'intérieur des terres;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]] de nouveau) coloniser de nouveau ; <i>Pass.</i> se repeupler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνοικίζομαι aller s'établir dans l'intérieur des terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκίζω]]. | |btext=<i>ao.</i> [[ἀνῴκισα]];<br /><b>1</b> ([[ἀνά]] en haut) bâtir dans l'intérieur des terres;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]] de nouveau) coloniser de nouveau ; <i>Pass.</i> se repeupler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνοικίζομαι aller s'établir dans l'intérieur des terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοικίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. вглубь страны) переселять, med.-pass. переселяться, выселяться, селиться (ἐς Ὤλυνθον Thuc.; [[δεῦρο]] Arph.; ἡ [[πόλις]] [[ὑπὲρ]] ποταμοῦ ἄνῳκισμένη Plut.): [[μέχρι]] [[τοῦδε]] ἀνῳκισμένοι εἰσίν Thuc. поселения до сих пор находятся в глубине страны;<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. [[вновь заселяться]] (συνέβη πολλὰς πόλεις ἀνοικίζεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разорять]], [[разрушать]] (τὴν Σπάρτην Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[ανακατώνω]] τη [[χώρα]] —<br /><b class="num">I.</b> Παθ. και Μέσ., [[μεταφέρω]] την [[διαμονή]] μου στην [[εξοχή]], [[μεταναστεύω]] στο εσωτερικό, σε Αριστοφ.· και για πόλεις, είμαι χτισμένος στην [[ενδοχώρα]], [[μακριά]] από την [[ακτή]], σε Θουκ.· γενικά, [[μεταναστεύω]], <i>δεῦρ' ἀνοικισθείς</i>, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επανατοποθετώ, επαναπροσδιορίζω — Παθ., οικίζομαι από την [[αρχή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνοικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[ανακατώνω]] τη [[χώρα]] —<br /><b class="num">I.</b> Παθ. και Μέσ., [[μεταφέρω]] την [[διαμονή]] μου στην [[εξοχή]], [[μεταναστεύω]] στο εσωτερικό, σε Αριστοφ.· και για πόλεις, είμαι χτισμένος στην [[ενδοχώρα]], [[μακριά]] από την [[ακτή]], σε Θουκ.· γενικά, [[μεταναστεύω]], <i>δεῦρ' ἀνοικισθείς</i>, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επανατοποθετώ, επαναπροσδιορίζω — Παθ., οικίζομαι από την [[αρχή]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[remove]] up the [[country]]:— Pass. and Mid. to [[shift]] one's [[dwelling]] up the [[country]], to [[migrate]] [[inland]], Ar.; and of cities, to be built up the [[country]], [[away]] from the [[coast]], Thuc.:—[[generally]], to [[migrate]], δεῦρ' ἀνοικισθείς Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to resettle:— Pass. to be re-peopled, Plut. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[remove]] up the [[country]]:— Pass. and Mid. to [[shift]] one's [[dwelling]] up the [[country]], to [[migrate]] [[inland]], Ar.; and of cities, to be built up the [[country]], [[away]] from the [[coast]], Thuc.:—[[generally]], to [[migrate]], δεῦρ' ἀνοικισθείς Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to resettle:— Pass. to be re-peopled, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 3 October 2022
English (LSJ)
A remove up the country, ἀ. τὴν Σπάρτην, i.e. break it up as a city, Arist.Rh.Al.1423a7; ἀ. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, cf. Str.13.3.3; ἀ. [τέττιγας] φθόνου ἐς δένδρα remove them out of envy's way, dub. in Philostr.VA7.11 (leg. ἀπ-):—Pass. and Med., shift one's dwelling up the country, migrate inland or to higher ground, αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax207, cf. Av. 1351, Str.9.2.17, App.Pun.84; and of cities, to be built inland or away from the coast, Th.1.7:—generally, migrate, ἀνοικίσασθαι εἰς Ὄλυνθον Id.1.58, cf. 8.31. II resettle, colonize afresh, Paus.2.1.2, Memn. 60 (Med.); rebuild, Aps.pp.239,245 H.:—Pass., to be repeopled, Plu. Luc.29.
Spanish (DGE)
I c. mov. hacia arriba
1 edificar tierra adentro de ciu., I.Ap.1.60, en v. pas. Th.1.7.
2 desterrar, trasladar de residencia σφᾶς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, ἐκεῖσε Str.13.3.3
•de ahí destruir τὴν Σπάρτην Anaximen.Rh.1423a8
•instalar, colocar (τέττιγας) ἐς ... τὰ δένδρα Philostr.VA 7.11.
3 en v. med.-pas. emigrar, trasladarse hacia el interior αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax 207, δεῦρ' ἀνοικισθεὶς ἐγώ Ar.Au.1351, τοῖς οὕτως ἀνοικισθεῖσι Str.9.2.17, ἐς ἤπειρον App.Pun.84
•en gener. emigrar εἰς Ὄλυνθον Th.1.58, εἰς τὸν Δαφνοῦντα Th.8.31, cf. Hsch.s.u. ἀνῳκισμένος.
II c. sent. de ‘de nuevo’ repoblar, reconstruir Κόρινθον ... λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Paus.2.1.2, τὴν πόλιν Memn.40.2, τὰς πόλεις Aps.pp.239, 245, cf. Plu.Luc.29.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνῴκισα;
1 (ἀνά en haut) bâtir dans l'intérieur des terres;
2 (ἀνά de nouveau) coloniser de nouveau ; Pass. se repeupler;
Moy. ἀνοικίζομαι aller s'établir dans l'intérieur des terres.
Étymologie: ἀνά, οἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικίζω:
1) (преимущ. вглубь страны) переселять, med.-pass. переселяться, выселяться, селиться (ἐς Ὤλυνθον Thuc.; δεῦρο Arph.; ἡ πόλις ὑπὲρ ποταμοῦ ἄνῳκισμένη Plut.): μέχρι τοῦδε ἀνῳκισμένοι εἰσίν Thuc. поселения до сих пор находятся в глубине страны;
2) med.-pass. вновь заселяться (συνέβη πολλὰς πόλεις ἀνοικίζεσθαι Plut.);
3) разорять, разрушать (τὴν Σπάρτην Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς ἄλλο μέρος. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, μεταναστεύω εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ ὅπως ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ πόλεων, κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια ἤτοι μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - καθόλου, μεταναστεύω, δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. οἰκίζω ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... ὕστερον λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.
Greek Monolingual
ἀνοικίζω (Α) οικίζω
Ι. ενεργ.
1. καταργώ μια πόλη μεταφέροντας αλλού τους κατοίκους της
2. αποικίζω εκ νέου μια πόλη, εγκαθιστώ σ’ αυτή νέους κατοίκους
II. (μέσ. κ. παθ.)
1. μετακομίζω, μεταφέρω το σπίτι μου στο εσωτερικό ή σε ψηλότερο μέρος της χώρας
2. (γενικά) μεταναστεύω.
Greek Monotonic
ἀνοικίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ανακατώνω τη χώρα —
I. Παθ. και Μέσ., μεταφέρω την διαμονή μου στην εξοχή, μεταναστεύω στο εσωτερικό, σε Αριστοφ.· και για πόλεις, είμαι χτισμένος στην ενδοχώρα, μακριά από την ακτή, σε Θουκ.· γενικά, μεταναστεύω, δεῦρ' ἀνοικισθείς, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. επανατοποθετώ, επαναπροσδιορίζω — Παθ., οικίζομαι από την αρχή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to remove up the country:— Pass. and Mid. to shift one's dwelling up the country, to migrate inland, Ar.; and of cities, to be built up the country, away from the coast, Thuc.:—generally, to migrate, δεῦρ' ἀνοικισθείς Ar., Thuc.
II. to resettle:— Pass. to be re-peopled, Plut.