ἀοιδοθέτης: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[τίθημι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀοιδοθέτης:''' ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀοιδοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), [[ποιητής]] που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀοιδοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), [[ποιητής]] που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />a lyric [[poet]], Anth. | |mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />a lyric [[poet]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, lyric poet, AP7.50 (Archim.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).
German (Pape)
[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.
Greek Monolingual
ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.
Greek Monotonic
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.