ἀπολήγω: Difference between revisions
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἀπέληγον, <i>f.</i> ἀπολήξω, <i>etc.</i><br />se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λήγω]]. | |btext=<i>impf.</i> ἀπέληγον, <i>f.</i> ἀπολήξω, <i>etc.</i><br />se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λήγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολήγω:''' (у Hom. in [[arsi]] -ο-)<br /><b class="num">1)</b> [[оставлять]], [[прекращать]], [[переставать]] (μάχης Hom.; ἔρωτος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[прекращаться]]: [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom. одно поколение людей нарождается, другое умирает; ἀπολήγοντ᾽ ἄνεμοι Theocr. ветры утихают;<br /><b class="num">3)</b> [[оканчиваться]], [[переходить]] (εἴς τι Arst., Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολήγω:''' Επικ. ἀπολ-[[λήγω]], μέλ. <i>-ίξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]], αποσύρομαι, [[δίδω]] [[τέλος]], [[απέχω]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[σταματώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ.· απόλ., [[παύω]], [[απέχω]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπολήγω:''' Επικ. ἀπολ-[[λήγω]], μέλ. <i>-ίξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]], αποσύρομαι, [[δίδω]] [[τέλος]], [[απέχω]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[σταματώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ.· απόλ., [[παύω]], [[απέχω]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[leave]] off, [[desist]] from a [[thing]], c. gen., Il., Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. [[part]]. to [[leave]] off doing, Hom.:—absol. to [[cease]], [[desist]], Plat. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[leave]] off, [[desist]] from a [[thing]], c. gen., Il., Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. [[part]]. to [[leave]] off doing, Hom.:—absol. to [[cease]], [[desist]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:14, 3 October 2022
English (LSJ)
A leave off, desist from, c. gen., ἀλλ' οὐδ' ὣς ἀπέληγε μάχης 11.7.263; οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς ib.21.577; νέον δ' ἀπέληγεν ἐδωδῆς ib.24.475; ἀ. ἔρωτος Pl.R.490b. 2 c. part., leave off doing, 11.17.565, Od.19.166; [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει 11.6.149: abs., cease, desist, ib.13.230, 20.99; κλέος. . οὐδ' ἀπολήξει Xenoph.6.3; opp. γίνεται, Emp.17.30; of the wind, fall, Theoc.22.19. 3 ἀ. εἰς ἕν end in. ., Arist.Mu.399a13, cf. Str.13.4.1, Plu.2.496a, Luc.Im.6; ἐς ὀξύ taper to a point, Arr.Tact.16.7: Rhet., of the close of a sentence, ἀ. εἰς συνδέσμους Demetr.Eloc.257. b τὸ ἀπολῆγον [τοῦ βουνοῦ] the extremity of the hill, Inscr.Prien.37.168 (ii B. C.): so Medic., τὰ ἀ. μέρη the extremities, Ruf. ap. Orib.49.33.11, al. II trans., = ἀποπαύω, A.R.4.767. [ἀπολλ. 11.15.31, Od.13.151, 19.166, Theoc. l.c., al.]
Spanish (DGE)
I intr.
1 cesar, detenerse, terminar μήτ' ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ Il.13.230, τῆμος Ζεὺς ὕοι ... μηδ' ἀπολήγοι Hes.Op.488, ἀνδρῶν γενεή Il.6.149, κλέος Xenoph.B 6, πρὸς τοῖς οὔτ' ἄρ' τι ἐπιγίνεται οὐδ' ἀπολήγει Emp.B 17.30, βέλος Il.20.99, τὰ ὑποχωρήματα Hp.Epid.7.3, φορά Pl.Ti.80b, ἄνεμοι Theoc.22.19, ἡ βασιλεία LXX Da.5.28.
2 c. part. dejar de δηϊόων Il.17.565, τὸν ἐμὸν γόνον ἐξερέουσα Od.19.166
•c. gen. cesar, desistir de, poner fin a μάχης Il.7.263, Nonn.D.22.354, ἀλκῆς Il.21.577, ἐδωδῆς Il.24.475, τοῦ ἔρωτος Pl.R.490b, φόνοιο Q.S.9.171.
II intr. en usos esp.
1 desaparecer, menguar de la luna αὔξειν καὶ ἀπολήγειν PMag.13.65.
2 en part. c. valor local κατὰ τὸ ἀπολῆγον αὐτοῦ μέρος en la parte extrema (de la montaña) Peripl.M.Rubri 33
•de donde tb. subst. τὸ ἀπολῆγον la cima, IPr.37.168 (II a.C.), Agath.2.5.7, 3.20.10, en plu. τὰ ἀπολήγοντα las extremidades Ruf. en Orib.49.34.11.
3 c. εἰς terminar en εἰς ἕν Arist.Mu.399a13, εἰς ὀξύ en punta Arr.Tact.16.7, εἰς συνδέσμους de una frase, Demetr.Eloc.257, cf. Str.13.4.1, Plu.2.496a, Luc.Im.6.
III tr. hacer cesar ἀήτας A.R.4.767.
German (Pape)
[Seite 311] ep. auch ἀπολλήγω, aufhören, Iliad. 6, 149 ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει; c. part., χαλκῷ δηιόων, Il. 17, 565; vgl. Od. 19, 166; absol., Il. 20, 99; Plat. Tim. 80 b; von Winden, sich legen, Theocr. 22, 19; τινός, abstehen von etwas, μάχης Iliad. 7, 263, ἀπατάων 15, 31, ἀλκῆς 21, 577, ἐδωδῆς 24, 475, πομπῆς Od. 13, 151, εἰρεσίης 12, 224; ἔρωτος Plat. Rep. VI, 490 b; εἴς τι, in etwas auslaufen, Luc. imag. 6. – Bei Ap. Rh. 4, 766, ὥς κεν ἀήτας – ἀπολήξειεν, aufhören lassen, stillen.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπέληγον, f. ἀπολήξω, etc.
se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.
Étymologie: ἀπό, λήγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολήγω: (у Hom. in arsi -ο-)
1) оставлять, прекращать, переставать (μάχης Hom.; ἔρωτος Plat.);
2) прекращаться: ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom. одно поколение людей нарождается, другое умирает; ἀπολήγοντ᾽ ἄνεμοι Theocr. ветры утихают;
3) оканчиваться, переходить (εἴς τι Arst., Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολήγω: παύομαι, δίδω τέλος, ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) μετὰ μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, ἀπέχω, Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, καταπίπτω, κοπάζω, Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = ἀποπαύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ λέξις γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]
English (Autenrieth)
fut. ἀπολλήξεις, aor. subj. ἀπολλήξῃς, -ωσι, opt. ἀπολλήξειαν: cease from, desist, τινός, Il. 7.263, ν 1, Od. 12.224; with part., Il. 17.565, Od. 19.166; abs., ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει, ‘passes away,’ Il. 6.146, Il. 13.230.
Greek Monolingual
(Α ἀπολήγω) λήγω
νεοελλ.
καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάτι
2. παύω, σταματώ, περνώ
3. σταματώ να κάνω κάτι
4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον
η απόληξη, η άκρη, το άκρον.
Greek Monotonic
ἀπολήγω: Επικ. ἀπολ-λήγω, μέλ. -ίξω·
1. σταματώ, αποσύρομαι, δίδω τέλος, απέχω από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
2. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Όμηρ.· απόλ., παύω, απέχω, στον ίδ.
Middle Liddell
1. to leave off, desist from a thing, c. gen., Il., Plat.
2. c. part. to leave off doing, Hom.:—absol. to cease, desist, Plat.