ἀστάθμητος: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σταθμάω]]. | |btext=ος, ον :<br />non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σταθμάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστάθμητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неустойчивый]], [[подвижный]] (ἀστέρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[непостоянный]], [[изменчивый]] ([[ἄνθρωπος]] Arph.; [[δῆμος]] Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[шаткий]], [[ненадежный]], [[непрочный]] ([[αἰών]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀστάθμητος αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀστάθμητον τοῦ μέλλοντος = the uncertainty of the future Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. ἀσταθμήτως D.Chr.4.122.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de movimiento no constante o irregular ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas X.Mem.4.7.5, ἀστάθμητον στῆθος pecho jadeante Charito 6.4.5
•fig. que no se está quieto, inquieto ἄνθρωπος ὄρνις ἀ. Ar.Au.169
•inconstante οἱ κακοί Pl.Ly.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.Cic.18.
2 impreciso, no fiable σταθμή D.Chr.67.2
•fig. incierto, imprevisible αἰών E.Or.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, αἰτία Porph.Abst.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9
•τὸ ἀστάθμητον = la incertidumbre, la imprevisibilidad τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.
II adv. ἀσταθμήτως = de una manera incierta φέρεται D.Chr.4.122.
German (Pape)
[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: ἀ, σταθμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστάθμητος:
1) неустойчивый, подвижный (ἀστέρες Xen.);
2) непостоянный, изменчивый (ἄνθρωπος Arph.; δῆμος Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);
3) шаткий, ненадежный, непрочный (αἰών Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστάθμητος, -ον) σταθμώ
1. ο αζύγιστος
2. ο αβαρής
3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)
4. ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. ο κινητός, ο άστατος
2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστάθμητον
η αβεβαιότητα.
Greek Monotonic
ἀστάθμητος: -ον (σταθμάομαι), ασταθής, άστατος, ἀστέρες, σε Ξεν.· ὁ δῆμος ἀστάθμητον πρᾶγμα, σε Δημ.· αβεβαιότητα της ζωής, σε Ευρ.· τὸ ἀστάθμητον, το αβέβαιο, σε Θουκ.
Middle Liddell
[σταθμάομαι]
unsteady, unstable, ἀστέρες Xen.; ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Dem.: uncertain of life, Eur.; τὸ ἀστάθμητον uncertainty, Thuc.