ἐπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαλλᾰγή:''' ἡ (взаимный) обмен: ἐ. γάμων Her. бракосочетание; αἱ ἐπαλλαγαὶ τῶν σωμάτων Democr. ap. Arst. взаимные перемещения атомов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαλλᾰγή:''' ἡ ([[ἐπαλλάσσω]]), [[ανταλλαγή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπαλλᾰγή:''' ἡ ([[ἐπαλλάσσω]]), [[ανταλλαγή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαλλᾰγή:''' ἡ (взаимный) обмен: ἐ. γάμων Her. бракосочетание; αἱ ἐπαλλαγαὶ τῶν σωμάτων Democr. ap. Arst. взаимные перемещения атомов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπαλλᾰγή, ἡ, [[ἐπαλλάσσω]]<br />an [[interchange]], Hdt.
|mdlsjtxt=ἐπαλλᾰγή, ἡ, [[ἐπαλλάσσω]]<br />an [[interchange]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλλᾰγή Medium diacritics: ἐπαλλαγή Low diacritics: επαλλαγή Capitals: ΕΠΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: epallagḗ Transliteration B: epallagē Transliteration C: epallagi Beta Code: e)pallagh/

English (LSJ)

ἡ, A = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγή, = ἐπιγαμία, Hdt.1.74; τὰς ἐ. τῶν σωμάτων their fitting into one another, Democr. ap. Arist.Fr. 208; crossing, νεύρων Aret.SD1.7. II premium on exchange of currency, PCair.Zen.22.2 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, Verbindung, γάμων, = ἐπιγαμία, Her. 1, 74; im plur., D. Hal. 10, 60.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange ; union, mariage.
Étymologie: ἐπαλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαλλᾰγή: ἡ (взаимный) обмен: ἐ. γάμων Her. бракосочетание; αἱ ἐπαλλαγαὶ τῶν σωμάτων Democr. ap. Arst. взаимные перемещения атомов.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλλαγή: ἡ = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγὴν ποιεῖν Ἡρόδ. 1. 74 (ὅμοιον τῷ ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι ἐν 2. 147· πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 60)· ἐφαρμογή, συναρμογὴ πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, τὰς ἐπαλλαγάς... τῶν σωμάτων Ἀριστ. Ἀποσπ. 202.

Greek Monolingual

ἐπαλλαγή, η (Α)
νεοελλ.
1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή
2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα της έλξεως, αλλιώς σύζευξη
αρχ.
1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο
2. «γάμων ἐπαλλαγή» — η επιγαμία, ο σύνδεσμος (οικογενειών κ.λπ.) με τον γάμο, η επιμιξία
3. (για τα νεύρα) διασταύρωση
4. δώρο για την ανταλλαγή νομίσματος πάπ..

Greek Monotonic

ἐπαλλᾰγή: ἡ (ἐπαλλάσσω), ανταλλαγή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπαλλᾰγή, ἡ, ἐπαλλάσσω
an interchange, Hdt.