ἡνιοχεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br /><i>c.</i> [[ἡνίοχος]].
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br /><i>c.</i> [[ἡνίοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ Hom. = [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί [[ἡνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἡνιοχεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί [[ἡνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ Hom. = [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεύς]], έως, poet. for [[ἡνίοχος]], Il.]
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεύς]], έως, poet. for [[ἡνίοχος]], Il.]
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύς Medium diacritics: ἡνιοχεύς Low diacritics: ηνιοχεύς Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΣ
Transliteration A: hēniocheús Transliteration B: hēniocheus Transliteration C: iniocheys Beta Code: h(nioxeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα 8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn.D.1.178, al.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = ἡνίοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.

English (Autenrieth)

ῆος = ἡνίοχος. (Il.)

Greek Monolingual

ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].

Greek Monotonic

ἡνιοχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἡνιοχεύς, έως, poet. for ἡνίοχος, Il.]