ἰσομοιρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμοιρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομοιρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[равное распределение]] (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; [[δημοκρατία]] παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[равная доля]], [[одинаковое участие]]: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσομοιρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, ίσο [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἰσομοιρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, ίσο [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομοιρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[равное распределение]] (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; [[δημοκρατία]] παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[равная доля]], [[одинаковое участие]]: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰσομοιρία]], ἡ,<br />an [[equal]] [[share]], [[partnership]], τινός in a [[thing]], Thuc. [from [[ἰσόμοιρος]]
|mdlsjtxt=[[ἰσομοιρία]], ἡ,<br />an [[equal]] [[share]], [[partnership]], τινός in a [[thing]], Thuc. [from [[ἰσόμοιρος]]
}}
}}

Revision as of 20:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρία Medium diacritics: ἰσομοιρία Low diacritics: ισομοιρία Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: isomoiría Transliteration B: isomoiria Transliteration C: isomoiria Beta Code: i)somoiri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75. 2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4. 3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534. 4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρία:
1) равное распределение (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);
2) равная доля, одинаковое участие: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτιἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.

Greek Monotonic

ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσομοιρία, ἡ,
an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. [from ἰσόμοιρος