ὀλιγότης: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[небольшое число]], [[немногочисленность]] (ὀλιγότητι [[πλῆθος]] ἀντίκειται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[краткость]], [[непродолжительность]] (χρόνου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[малые размеры]], [[недостаточность]], [[скудость]] (οὐσίας Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, opp. πλῆθος in all senses : 1 fewness, Pl.Lg.678c, Arist.Metaph.984a10,al., LXXPs.101(102).23, Plu.Alex.20; fewness of rulers, Arist.Pol.1279b27. 2 smallness, scantiness, Pl.R.591e, Lg.745d; of food, Epicur.Fr.456. 3 of time, shortness, Pl.Tht.158d. 4 feebleness of voice, Poll.6.145.
German (Pape)
[Seite 322] ητος, ἡ, Wenigkeit, Ggstz von πλῆθος; Plat. Theaet. 158 d u. öfter, sowohl οὐσίας, als χρόνου; geringe Anzahl von Menschen, Legg. III, 678 c; Theophr. u. Sp.; auch = Kleinheit und übh. Geringfügigkeit.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
petitesse.
Étymologie: ὀλίγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγότης: ητος ἡ
1) небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι πλῆθος ἀντίκειται Arst.);
2) краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);
3) малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγότης: -ητος, ἀντίθετ. τῷ πλῆθος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· ὀλιγότης ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) σμικρότης, σπάνις, Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, βραχύτης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) ἀδυναμία, περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145.
Greek Monotonic
ὀλῐγότης: -ητος, ἡ (ὀλίγος),·
I. λέγεται για αριθμό, το να είναι κάτι λιγοστό, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ποσότητα, έλλειψη, σπανιότητα· χρησιμ. για χρόνο, βραχύτητα, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀλῐγότης, ητος, ἡ, ὀλίγος
I. of Number, fewness, Plat.
II. of Amount, smallness, scantiness:—of time, shortness, Plat.