ὁμωρόφιος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]]. | |btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμωρόφιος:''' живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμωρόφιος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., Δημ. | |lsmtext='''ὁμωρόφιος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:46, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὄροφος) being under the same roof with or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.
German (Pape)
[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
v. ὁμώροφος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμωρόφιος: живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
Greek Monolingual
ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.
Middle Liddell
ὁμ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
lodging under the same roof with another, c. dat., Dem., Babr.