ὑπαίτιος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;<br /><b>2</b> qui peut attirer un reproche : τινι [[πρός]] τινος à une personne de la part d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἰτία]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;<br /><b>2</b> qui peut attirer un reproche : τινι [[πρός]] τινος à une personne de la part d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἰτία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαίτιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[достойный порицания]], [[зазорный]]: ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τινί τι πρὸς τῆς πόλεως Xen. что-л. кому-л. ставится в вину перед его согражданами;<br /><b class="num">2)</b> [[несущий ответственность]], [[виновный]]: ὑ. τινι εἶναι Xen. быть виновным перед кем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαίτιος:''' -ον, [[κατηγορούμενος]], [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]], <i>τινος</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τί τινι, διατυπώνεται [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου (από κάποιον [[άλλο]]), στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπαίτιος:''' -ον, [[κατηγορούμενος]], [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]], <i>τινος</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τί τινι, διατυπώνεται [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου (από κάποιον [[άλλο]]), στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A under accusation, called to account, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho 4.1.4, 2.2.6; ὑ. τινί responsible to one, liable to be called to account by him, X.Mem.2.8.5; ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι that it might be reprehensible in the eyes of the state, Id.An.3.1.5; blameworthy, τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑ. Ph.2.348, cf.1.19, 136, 2.291; guilty, Agatharch.18; ὑπαίτια ζῴδια hurtful signs of the Zodiac, Ptol.Tetr. 150; τὸ ὑ. πάθος Aët.16.36. Adv. -τίως Ph.1.682, al., Poll.3.139. 2 ἵνα μὴ ὑ. γενώμεθα κινδύνῳ exposed to danger, POxy.1033.18(iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1180] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;
2 qui peut attirer un reproche : τινι πρός τινος à une personne de la part d’une autre.
Étymologie: ὑπό, αἰτία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαίτιος:
1) достойный порицания, зазорный: ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρὸς τῆς πόλεως Xen. что-л. кому-л. ставится в вину перед его согражданами;
2) несущий ответственность, виновный: ὑ. τινι εἶναι Xen. быть виновным перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαίτιος: -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος, τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, ὑπεύθυνος ἢ ὑπόλογος εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρός τινος, φέρεται κατηγορία κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀν-αίτιος].
Greek Monotonic
ὑπαίτιος: -ον, κατηγορούμενος, υπόλογος, υπεύθυνος, τινος ή ὑπέρ τινος, για κάτι, σε Αντιφ.· τινι, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι, διατυπώνεται κατηγορία εναντίον κάποιου (από κάποιον άλλο), στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπ-αίτιος, ον,
under accusation, called to account, responsible, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho; τινι to a person, Xen.; ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι a charge is made against one, Xen.