ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβαλλόντως:''' сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερβαλλόντως:''' επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπερβαλλόντως:''' επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:05, 3 October 2022
English (LSJ)
exceedingly, excessively, abundantly, very much, to a high degree, extraordinarily; v. ὑπερβάλλω A. 11.5.
German (Pape)
[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
English (Strong)
adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.
English (Thayer)
(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)
Greek Monolingual
ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.
Chinese
原文音譯:ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上面-投 正如
字義溯源:過度地,過量地,過重的,無限的;源自(ὑπερβάλλω)=投出超過正常的標準),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 是過量的(1) 林後11:23