μονομερής: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέρος]] ή [[τεμάχιο]], [[μονομελής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εξετάζει [[κάτι]] μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, [[μονόπλευρος]], [[μεροληπτικός]] (α. «[[μονομερής]] [[ανάλυση]]» β. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέρος]] ή [[τεμάχιο]], [[μονομελής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εξετάζει [[κάτι]] μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, [[μονόπλευρος]], [[μεροληπτικός]] (α. «[[μονομερής]] [[ανάλυση]]» β. «μονομερεῖς μαρτυρίαι», Iουστιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονομερές</i><br />χημική [[ένωση]], στον μοριακό τύπο της οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα [[σθένη]] τών αντίστοιχων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ τοῦ μονομεροῦς» — μεροληπτικά, άδικα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονομερώς</i> (ΑΜ [[μονομερῶς]])<br /><b>1.</b> μεροληπτικά, άδικα<br /><b>2.</b> με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> από τη μία μόνο [[μεριά]]<br /><b>2.</b> αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>μερής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, (μέρος) A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2. 2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794. II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.
German (Pape)
[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne forme qu'une part, càd un tout, simple ; fig. partial.
Étymologie: μόνος, μέρος.
Russian (Dvoretsky)
μονομερής: имеющий лишь одну часть или сторону Sext.: ἐκ τοῦ μονομεροῦς Luc. выслушав лишь одну сторону.
Greek (Liddell-Scott)
μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονομερής)
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής
2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῖς μαρτυρίαι», Iουστιν)
νεοελλ.
χημ. το ουδ. ως ουσ. το μονομερές
χημική ένωση, στον μοριακό τύπο της οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα σθένη τών αντίστοιχων ατόμων
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα μέρος
2. φρ. «ἐκ τοῦ μονομεροῦς» — μεροληπτικά, άδικα.
επίρρ...
μονομερώς (ΑΜ μονομερῶς)
1. μεροληπτικά, άδικα
2. με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα
μσν.
1. από τη μία μόνο μεριά
2. αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].
Greek Monotonic
μονομερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος, σε Λουκ.