επιστροφή: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιστροφή]]) [[επιστρέφω]]<br />η [[επάνοδος]] σ’ έναν [[τόπο]], ο [[γυρισμός]] (α. «[[επιστροφή]] στην [[πατρίδα]]» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόδοση]] οφειλής ή δώρου («[[επιστροφή]] χρημάτων»)<br /><b>2.</b> ό,τι προέρχεται από [[επιστροφή]] [[επειδή]] δεν πουλήθηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]]<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]]<br /><b>3.</b> συγχώρεση<br /><b>4.</b> [[ελπίδα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάνοδος]] στην ορθή [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] («ὑπὸ τὴν ἐκείνης | |mltxt=η (AM [[ἐπιστροφή]]) [[επιστρέφω]]<br />η [[επάνοδος]] σ’ έναν [[τόπο]], ο [[γυρισμός]] (α. «[[επιστροφή]] στην [[πατρίδα]]» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόδοση]] οφειλής ή δώρου («[[επιστροφή]] χρημάτων»)<br /><b>2.</b> ό,τι προέρχεται από [[επιστροφή]] [[επειδή]] δεν πουλήθηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]]<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]]<br /><b>3.</b> συγχώρεση<br /><b>4.</b> [[ελπίδα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάνοδος]] στην ορθή [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] («ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῖρά τε καὶ ἐπιστροφήν τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στροφή]], [[στρίψιμο]] («[[ἐπιστροφή]] τῶν [[σχοινίων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόξο]] ή [[κόλπο]]) [[καμπύλη]], [[κύρτωμα]]<br /><b>4.</b> [[επάνοδος]] σε νέα [[προσβολή]] («δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[στροφή]] («ἡ ἐπιστροφὴ ἐς τὴν εὐρυχωρίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στροφή]] σε ορθή [[γωνία]]<br /><b>7.</b> [[υποτροπή]] αρρώστιας<br /><b>8.</b> [[μεταστροφή]] τών πραγμάτων («μή τις ἐπιστροφὴ γένηται»)<br /><b>9.</b> [[τέλος]], [[έκβαση]] («τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσοχή]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], [[φροντίδα]] («πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ ἐπιστροφήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[ένταση]], [[ικανότητα]] στο ύφος<br /><b>12.</b> [[επίπληξη]], [[μάλωμα]]<br /><b>13.</b> <b>(λογ.)</b> [[αντιστροφή]] πρότασης<br /><b>14.</b> <b>(νεοπλατων.)</b> α) [[επιστροφή]] [[προς]] το ίδιο το [[αντικείμενο]]<br />β) [[επάνοδος]] στην [[πηγή]] του όντος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστροφή) επιστρέφω
η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων»)
2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν πουλήθηκε
μσν.
1. ανταπόδοση
2. μετάνοια
3. συγχώρεση
4. ελπίδα
αρχ.-μσν.
επάνοδος στην ορθή πίστη
αρχ.
1. περιστροφή («ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῖρά τε καὶ ἐπιστροφήν τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης», Πλάτ.)
2. στροφή, στρίψιμο («ἐπιστροφή τῶν σχοινίων», Πλούτ.)
3. (για τόξο ή κόλπο) καμπύλη, κύρτωμα
4. επάνοδος σε νέα προσβολή («δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί», Σοφ.)
5. (για πλοίο) αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή («ἡ ἐπιστροφὴ ἐς τὴν εὐρυχωρίαν», Θουκ.)
6. στροφή σε ορθή γωνία
7. υποτροπή αρρώστιας
8. μεταστροφή τών πραγμάτων («μή τις ἐπιστροφὴ γένηται»)
9. τέλος, έκβαση («τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν», Πολ.)
10. προσοχή σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα, φροντίδα («πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ ἐπιστροφήν», Σοφ.)
11. ένταση, ικανότητα στο ύφος
12. επίπληξη, μάλωμα
13. (λογ.) αντιστροφή πρότασης
14. (νεοπλατων.) α) επιστροφή προς το ίδιο το αντικείμενο
β) επάνοδος στην πηγή του όντος.