νομοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nomoqšthj 挪摩-貼帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':律法-安置(者)<br />'''字義溯源''':立法者,設立律法者;由([[νόμος]])=律法,分出)與([[τίθημι]])*=處所,設立)組成;而 ([[νόμος]])出自([[νέκρωσις]])Y*=分配)<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 設立律法者(1) 雅4:12
|sngr='''原文音譯''':nomoqšthj 挪摩-貼帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':律法-安置(者)<br />'''字義溯源''':立法者,設立律法者;由([[νόμος]])=律法,分出)與([[τίθημι]])*=處所,設立)組成;而 ([[νόμος]])出自([[νέκρωσις]])Y*=分配)<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 設立律法者(1) 雅4:12
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Σύνθετο ἀπό τό [[νόμος]] + [[τίθημι]].<br><b>Παράγωγα:</b> νομοθετῶ, [[νομοθέτημα]], [[νομοθέτησις]], [[νομοθετητέος]], [[νομοθετικός]], [[ἀνομοθέτητος]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα [[νέμω]] καί [[τίθημι]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθέτης Medium diacritics: νομοθέτης Low diacritics: νομοθέτης Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: nomothétēs Transliteration B: nomothetēs Transliteration C: nomothetis Beta Code: nomoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A lawgiver, lawmaker, legislator, nomothete Antipho 5.15, Th.8.97, Pl. R.429c, Ep.Jac.4.12, etc. II in plural, νομοθέται = nomothetai at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. And.1.83, IG22.140.8, D.3.10, Lex ap.eund.24.21, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
législateur ; οἱ νομοθέται les Nomothètes, chargés de reviser la législation.
Étymologie: νόμος, τίθημι.
Par. ἄρχων.

Russian (Dvoretsky)

νομοθέτης: ου ὁ законодатель Thuc., Plat. etc.: οἱ νομοθέται Dem. номотеты (выборная комиссия в Афинах по пересмотру существующих законов, в составе 501, 1001 или 1501 человека).

Greek (Liddell-Scott)

νομοθέτης: -ου, (τίθημι) ὁ τιθείς νόμους, Ἀντιφῶν 131, 13, Θουκ. 8. 97, Πλάτ. Πολ. 429C, κτλ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ Νομοθέται ἦσαν πολυάριθμός τις ἐπιτροπὴ ἐκ δικαστῶν, εἰς οὓς ἦτο ἀνατεθειμένη ἡ ἀναθεώρησις τῶν νόμων, Ἀνδοκ. 11. 27, Δημ. 31. 11., 706. 22 κἑξ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 131. 4.

English (Strong)

from νόμος and a derivative of τίθημι; a legislator: lawgiver.

English (Thayer)

νομοθετου, ὁ (νόμος and τίθημι, a lawgiver: Antiphon, Thucydides), Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, others; the Sept. Psalm 9:21.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, -ιδος)
αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης
νεοελλ.
πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης της ποίησης» β. «νομοθέτης της μόδας»)
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ.) oἱ νομοθέται
επιτροπή δικαστών στην αρχαία Αθήνα που έργο τους ήταν η αναθεώρηση τών νόμων της πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -θέτης (< τί-θημι), πρβλ. λογοθέτης.

Greek Monotonic

νομοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι
I. αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. στην Αθήνα, οι Νομοθέται ήταν πολυάριθμη επιτροπή δικαστών επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των νόμων, σε Δημ.

Middle Liddell

νομο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
I. a lawgiver, Thuc., Plat., etc.
II. at Athens, the Nomothetae were a committee of the dicasts charged with the revision of the laws, Dem.

Chinese

原文音譯:nomoqšthj 挪摩-貼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:律法-安置(者)
字義溯源:立法者,設立律法者;由(νόμος)=律法,分出)與(τίθημι)*=處所,設立)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 設立律法者(1) 雅4:12

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό νόμος + τίθημι.
Παράγωγα: νομοθετῶ, νομοθέτημα, νομοθέτησις, νομοθετητέος, νομοθετικός, ἀνομοθέτητος. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα νέμω καί τίθημι.