εὔσπλαγχνος: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eysplagchnos | |Transliteration C=eysplagchnos | ||
|Beta Code=eu)/splagxnos | |Beta Code=eu)/splagxnos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with healthy bowels]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[compassionate]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Prec.Man.</span>7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span>4.32</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>3.8</span>, PMag. Leid.V.<span class="bibl">9.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>20.11</span> (vi A.D.).</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with healthy bowels]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[compassionate]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Prec.Man.</span>7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span>4.32</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>3.8</span>, PMag. Leid.V.<span class="bibl">9.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>20.11</span> (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, A with healthy bowels, Hp.Prorrh.2.6. II compassionate, LXX Prec.Man.7, Ep.Eph.4.32, 1 Ep.Pet.3.8, PMag. Leid.V.9.3, PMasp.20.11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1098] eigtl. mit guten, gefunden Eingeweiden, Hippocr. Übertr., mitleidig, N. T u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a les entrailles saines;
2 miséricordieux NT.
Étymologie: εὖ, σπλάγχνον.
Russian (Dvoretsky)
εὔσπλαγχνος: сострадательный, милосердный NT.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσπλαγχνος: ἔχων ὑγιᾶ σπλάγχνα, Ἱππ. 89C. ΙΙ. πλήρης εὐσπλαγχνίας, Ἐπιστ∙ π. Ἐφεσ. δ΄, 32, Α΄, Πέτρ. γ΄, 8.
English (Strong)
from εὖ and σπλάγχνον; well compassioned, i.e. sympathetic: pitiful, tender-hearted.
English (Thayer)
ἐυσπλαγχνον (εὖ and σπλάγχνον, which see), properly, having strong bowels; once so in Hippocrates (430 B.C.>), p. 89c. (edited by Foës., i. 197, Kühn edition); in Biblical and ecclesiastical lang. compassionate, tender-hearted: Sept., Tdf. edition, Proleg. § 29); Test xii. Patr. test. Zab. § 9; cf. Harnack's note on Hermas, vis. 1,2 [ET]).
Greek Monolingual
και εύσπλαχνος και έσπλαχνος, -η, -ο (ΑΜ εὔσπλαγχνος, -ον, Μ και εὔσπλαγχνος, -ον)
γεμάτος ευσπλαγχνία, πονόψυχος, φιλάνθρωπος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔσπλαγχνον
η ευσπλαγχνία, το έλεος.
επίρρ...
ευσπλάγχνως (ΑΜ εὐσπλάγχνως)
ευσπλαγχνικά, με ευσπλαχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπλάγχνον. Η λ. σπλάγχνα σήμαινε κυρίως τους πνεύμονες και την καρδιά, που θεωρούνταν έδρα τών συναισθημάτων. Έτσι η λ. εύσπλαχνος δήλωσε «αυτόν που έχει καλή καρδιά, τον πονόψυχο». Το δυσκολοπρόφερτο συμφωνικό σύμπλεγμα -γχν- απλοποιήθηκε νωρίς σε -χν-].
Greek Monotonic
εὔσπλαγχνος: -ον, I. αυτός που έχει υγιή σπλάχνα, σε Ιππ.
II. μεταφ., συμπονετικός, σπλαχνικός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὔ-σπλαγχνος, ον
I. with healthy bowels, Medic.
II. metaph. compassionate, NTest.
Chinese
原文音譯:eÜsplagcnoj 由-士普拉格赫挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:好-心腸的
字義溯源:存憐憫心的,憐憫的,慈憐的,慈善的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(σπλάγχνον)*=心腸,慈心)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(2);弗(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 有慈憐(1) 彼前3:8;
2) 憐憫(1) 弗4:32
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό εὖ + σπλάγχνον.
Παράγωγα: εὐσπλαγχνίζομαι, εὐσπλαγχνία.