ἀνδρακάς: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. [[viritim]], ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:06, 13 November 2022
English (LSJ)
(A), Adv. A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀνδρακάς καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (ἀνδρακάς perhaps cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
(B), άδος, ἡ, A a man's portion, Nic.Th. 643.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰκάς)
adv.
1 uno por uno, por separado οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάς Od.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte ἀ. καθήμενος A.A.1595.
-άδος, ἡ
lote, porción que toca a un hombre ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα Nic.Th.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Antheil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.
French (Bailly abrégé)
1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰκάς: adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
man by man (viritim), Od. 13.14†. (v.l. ἄνδρα κάθ.)
Greek Monolingual
(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰκάς: επίρρ. (ἀνήρ), άνδρας με άνδρα = κατ' ἄνδρα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀνήρ
man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.