διάκενος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (pape replacement) |
|||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[empty]], [[vain]] | |woodrun=[[empty]], [[vain]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον,<br><b class="num">1</b> <i>ganz leer, hohl</i>; Plat. <i>Tim</i>. 60 ef; τὸ διάκενον, <i>der [[leere]] [[Zwischenraum]]</i>, Thuc. 5.71; <i>unbewachte [[Stelle]]</i>, 4.135; Arist. <i>Probl</i>. 23.8; Luc. sagt διάκενον δεδορκέναι, <i>hohl [[blicken]]</i>, von Hungernden und Kranken, <i>[[Necyom]]</i>. 15.<br><b class="num">2</b> <i>dünn</i>; κίονες, [[πέρα]] τοῦ καλοῦ, Plut. <i>Popl</i>. 15; [[ἕξις]], <i>[[mager]], Lyc</i>. 17.<br><b class="num">3</b> [[daher]] = <i>[[nichtig]]</i>; ἵνα μὴ διάκενα ᾖ τὰ τῶν νόμων Plat. <i>Legg</i>. VII.820e. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A empty, hollow, σφαῖρα Sor. 1.93; τὸ διάκενον gap, breach, Th.4.135,5.71; τὸ διάκενον τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; interval, Aristox.Harm.p.26 M.; τὰ δ. hollows, Pl.Ti. 58b, 60e; διάκενον δεδορκότα = with a vacant stare, of skeletons, Luc. Nec.15. II empty or vain, Pl.Lg.820e; δ. ἑλκυσμός, of idle fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. διακένως, ἕλκειν τὴν διάνοιαν Iamb. Myst.2.10; κοπιᾶν Macar.1.99. III thin, lank, Plu.Lyc.17; δ. καὶ λαγαροί Id.Publ.15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.Gym.37. IV porous, Gal.8.672; δ. ἄρτοι = light bread, LXX Nu.21.5. V Adv. διακένως, ζώνη διακένως ὑφασμένη of a gauzy texture, J.AJ3.7.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1vacío, hueco κρίκοι Democr.B 130, λυχνία I.AI 3.144, σφαῖρα Sor.71.25, κύαμοι Luc.Herm.61
•subst. τὸ δ. espacio vacío, sin vigilancia de una muralla, Th.4.135, cf. 5.72, D.C.49.37.4, ref. a una cámara de aire, D.C.68.25.3, τὸ δ. τοῦ ὀδόντος el intersticio del diente Antyll. en Orib.10.36.3
•plu. τὰ διάκενα los espacios vacíos, los intersticios en la unión de los elementos, Pl.Ti.58b, τὸ δὲ ἁλμυρὸν μεγάλα ἔχει τὰ διάκενα Arist.Pr.932b12, τὰ διάκενα τῆς τέφρας Arist.Pr.938b27, cf. 36, τὰ διάκενα τῶν κλάδων las cavidades de las ramas Plot.3.3.7
•neutr. como adv. διάκενον δεδορκέναι mirar con las cuencas vacías de los esqueletos, Luc.Nec.15.
2 fig. vacío, vano, inútil ἵνα μὴ διάκενα ἡμῖν ᾖ τὰ τῶν νόμων Pl.Lg.820e, δ. ἑλκυσμός tracción vana, e.e. trabajo inútil Chrysipp.Stoic.2.22, ἡδονή Plu.2.1089c, δ. λόγος discurso vacío, e.e. sin contenido Plu.2.803e, cf. D.H.Imit.2.11, Origenes en Cat.Ps.118 Pal.140a.8.
3 delgado, flaco ref. a pers. αἱ γὰρ ἰσχναὶ καὶ διάκενοι ... ἕξεις Plu.Lyc.17, cf. Publ.15, 2.237f, Philostr.Gym.37.
4 poroso σώματα διάκενα λέγουσιν Gal.8.672
•del maná ligero, de poca consistencia LXX Nu.21.5.
5 libre, sin trabajo αἱ διάκενοι ἡμέραι PBremen 15.19 (II d.C.).
6 mús. intervalo δ. δ' οὐδέν ἐστιν τοῦ λιχανοειδοῦς τόπου Aristox.Harm.34.6.
II adv. διακένως
1 en vano, inútilmente οὕτω δ. ἕλκει τὴν διάνοιαν Iambl.Myst.2.10.
2 con calados ζώνη ... δ. ὑφασμένη I.AI 3.154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (διά dans l'intervalle) qui laisse un vide au milieu : τὸ διάκενον THC espace vide au milieu, intervalle;
II. (διά à travers);
1 profondément creux : διάκενον δεδορκέναι LUC avoir des yeux caves;
2 vide ; grêle, maigre.
Étymologie: διά, κενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκενος -ον [διά, κενός] leeg:; ἵνα μὴ διάκενα ἡμῖν ᾖ τὰ τῶν νόμων opdat er in onze wetgeving geen lacunes zitten Plat. Lg. 820e; subst.. τὸ διάκενον de tussenruimte Thuc. 4.135.1. mager.
Russian (Dvoretsky)
διάκενος:
1) досл. пустой, перен. тощий, худой (ἕξεις Plut.);
2) тонкий (κίονες Plut.);
3) перен. призрачный (δύναμις Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάκενος, -ον) κενός
1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος
2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους
3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν)
κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. διάκενο
το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί μέσα στον σίδηρο
αρχ.
1. ανώφελος, μάταιος
2. αραιός, πορώδης
3. ισχνός, λεπτός
4. (για πρόσωπα) κενόδοξος, ματαιόδοξος
5. άτονος, αδύνατος.
Greek Monotonic
διάκενος: -ον, I. αυτός που είναι εντελώς άδειος ή κοίλος, κούφιος· τὸ δ., κενό, χάσμα, Λατ. vacuum, σε Θουκ.
II. λεπτός, ισχνός, σε Πλούτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διάκενος: -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ κοῖλος «κούφιος», «ἄδειος», τὸ δ., κενόν, χάσμα, vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. ὅλως κενός, ἤτοι μάταιος, ματαιόφρων, ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. κοῖλος, δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) λεπτός, ἰσχνός, Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.
Middle Liddell
διά-κενος, ον
I. quite empty or hollow; τὸ δ. the gap, vacuum, Thuc.
II. thin, lank, Plut., Luc.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ον,
1 ganz leer, hohl; Plat. Tim. 60 ef; τὸ διάκενον, der leere Zwischenraum, Thuc. 5.71; unbewachte Stelle, 4.135; Arist. Probl. 23.8; Luc. sagt διάκενον δεδορκέναι, hohl blicken, von Hungernden und Kranken, Necyom. 15.
2 dünn; κίονες, πέρα τοῦ καλοῦ, Plut. Popl. 15; ἕξις, mager, Lyc. 17.
3 daher = nichtig; ἵνα μὴ διάκενα ᾖ τὰ τῶν νόμων Plat. Legg. VII.820e.