διμναῖος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> [δίς, μνᾶ]<br />[[worth]] or costing two [[minae]], διμναίους ἀποτιμήσασθαι to [[value]] at two [[minae]], Hdt. | |mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> [δίς, μνᾶ]<br />[[worth]] or costing two [[minae]], διμναίους ἀποτιμήσασθαι to [[value]] at two [[minae]], Hdt. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zwei [[Minen]] wert</i>, Arist. <i>Oec</i>. 2.5 und Sp.; auch [[διμνααῖος]] Themist. 23 p. 351.26. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, Ion. δῐ-μνέως, (μνᾶ) worth or costing two minae, δίμνεως (v.l. διμναίας) ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.5.77; δ. τιμήσασθαί τι Arist.Oec. 1347a23; μισθώματα διμναῖα Luc.DMeretr.14.4:—also δῐ-μνους, ουν, Ph.Bel.69.13: Subst. δίμνουν, τό, weight of two minae, IG22.1013.55.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [jón. plu. ac. δίμνεως Hdt.5.77]
1 pagado a razón de dos minas, de un precio de dos minas ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los prisioneros) a cambio de un rescate de dos minas Hdt.l.c., τὸ σῶμα διμναῖον τιμήσασθαι tasar a dos minas por cabeza Arist.Oec.1347a23, διμναῖα μισθώματα Luc.DMeretr.14.4
•que cobra dos minas ὁμιληταί Them.Or.23.290c.
2 que tiene un peso de dos minas δέσμαι PCair.Zen.645.3, 723.17, PZen.Col.95.8, PSI 400.12 en Corr.Zen.144 (todos III a.C.), χόρτου διμναίους δέσ(μας) PTeb.843.14, 19 (II a.C.), φιάλαι D.S.16.56
•subst. τὸ δ. peso de dos minas en una pesa de bronce Bull.Epigr.1954.16 (Corinto).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la valeur de deux mines.
Étymologie: δίς, μνᾶ.
Russian (Dvoretsky)
διμναῖος: стоящий две мины Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
διμναῖος: -α, -ον, (μνᾶ) ἀξίζων δύο μνᾶς, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, ἐκτιμῶ ἀντὶ δύο μνῶν, Ἡρόδ. 5. 77· δ. τιμήσασθαί τι Ἀριστ. Οἰκ. 2, 6· μισθώματα διμναῖα Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 14. 4. ―Παρ’ Ἡροδ. τὰ πλεῖστα των χ/φων ἔχουσι δίμνεως, ὅπερ ἔχει πρὸς τὸ διμναῖος ὡς τὸ λεὼς πρὸς τὸ λαός, κτλ.
Greek Monolingual
διμναῖος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)
αυτός που αξίζει δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].
Greek Monotonic
δῐμναῖος: -α, -ον ή δι-μνέως, -ων (δίς, μνᾶ), αξίας ή κόστους δύο μνων, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, εκτιμώ αντί δύο μνων, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
adj adj [δίς, μνᾶ]
worth or costing two minae, διμναίους ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.
German (Pape)
zwei Minen wert, Arist. Oec. 2.5 und Sp.; auch διμνααῖος Themist. 23 p. 351.26.