πολυάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυάνθρωπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[густонаселенный]], [[с большим населением]] ([[πόλις]] Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма посещаемый]], [[многолюдный]] ([[πανήγυρις]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[многочисленный]] ([[ἔθνος]] Polyb.).
|elrutext='''πολυάνθρωπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[густонаселенный]], [[с большим населением]] ([[πόλις]] Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[весьма посещаемый]], [[многолюдный]] ([[πανήγυρις]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[многочисленный]] ([[ἔθνος]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνθρωπος Medium diacritics: πολυάνθρωπος Low diacritics: πολυάνθρωπος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: polyánthrōpos Transliteration B: polyanthrōpos Transliteration C: polyanthropos Beta Code: polua/nqrwpos

English (LSJ)

ον, A populous, πόλις Hp.Art.72, Th.6.3, Arist.Pol.1326a25; δύναμις Th.1.24: Comp. and Sup., Arist.Pol.1321b25, Th.2.54. II much-frequented, crowded, πανήγυρις Luc. Peregr.1 (Sup.). III numerous, ἔθνη Plb.3.37.11, al.

German (Pape)

[Seite 659] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; ἔθνος, Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes, très populeux;
2 très fréquenté;
Sp. πολυανθρωπότατος.
Étymologie: πολύς, ἄνθρωπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάνθρωπος -ον [πολύς, ἄνθρωπος] dichtbevolkt; druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνθρωπος:
1 густонаселенный, с большим населением (πόλις Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);
2 весьма посещаемый, многолюдный (πανήγυρις Luc.);
3 многочисленный (ἔθνος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνθρωπος: -ον, ὁ πλήρης ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, αὐτόθι 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, πανήγυρις Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο
το να αποτελείται κάτι από πολλούς ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», Λουκιαν.)
2. ο μεγάλος σε αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄνθρωπος (πρβλ. αγρι-άνθρωπος, ολιγ-άνθρωπος). Το ουδ. πολυάνθρωπον έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (πρβλ.τὸ ευδιακριτόθετον)].

Greek Monotonic

πολυάνθρωπος: -ον, I. γεμάτος με ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Θουκ. κ.λπ.
II. πολυσύχναστος από ανθρώπους, πολυπληθής, σε Λουκ.
III. πολυάριθμος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

πολυ-άνθρωπος, ον,
I. full of people, populous, Thuc., etc.
II. much-frequented, crowded, Luc.
III. numerous, Polyb.

English (Woodhouse)

densely populated, thickly populated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)