τυμπανισμός: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τυμπᾰνισμός:''' ὁ культ.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τυμπᾰνισμός:''' ὁ культ.<br /><b class="num">1</b> [[барабанный бой]] Arph., Plut.;<br /><b class="num">2</b> перен. [[служение богине Кибеле]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:55, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ, beating of drums, drumming, as the Galli did in the worship of Cybele, Ar.Lys.388; in the Dionysus-cult, Str.15.1.8; as a superstitious practice, in plural, Plu.2.171b,338c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.
Étymologie: τυμπανίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμπανισμός -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] het slaan op de tamboerijn.
Russian (Dvoretsky)
τυμπᾰνισμός: ὁ культ.
1 барабанный бой Arph., Plut.;
2 перен. служение богине Кибеле Plut.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τυμπανίζω
η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου
νεοελλ.
1. ήχος τύμπανου
2. (ιατρ.-κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων του σώματος
β) διόγκωση της κοιλιάς που προκαλείται από συσσώρευση αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, μετεωρισμός
3. μτφ. άγριος ξυλοδαρμός
αρχ.
1. συνεκδ. η ιεροτελεστία προς τιμήν της Κυβέλης
2. αποκεφαλισμός.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνισμός: ὁ, ἡ κροῦσις τυμπάνων, ὡς οἱ Γάλλοι ἐποίουν τυμπανίζοντες κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κυβέλης, Ἀριστοφ. Λυσ. 328· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652 κἑξ.· - ὅθεν καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λατρεία ἡ ἄλλως καλουμένη μητρῷα ἱερά, Πλάτ. 2. 171Β, 338C. 2) = ἀποκεφαλισμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 334C.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ὁ, das Paukenschlagen, Trommeln, Ar. Lys. 388; und weil dies bes. beim Gottesdienst der Cybele von ihren verschnittenen Priestern, den Gallen, geschah, dieser Gottesdienst selbst; dah. τυμπανισμοὶ ἐν ἀνδρογύνοις, unter Verschnittenen, Plut. de Alex. fort. 2.5, und öfter. – Das Schlagen mit Stöcken, Prügeln, Sp.