ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθαιρέομαι:''' (aor. 2 [[ἀνθειλόμην]])<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνθαιρέομαι:''' (aor. 2 [[ἀνθειλόμην]])<br /><b class="num">1</b> [[выбирать]] (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[предпочитать]] (τι Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[оспаривать]] (στέφανον Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:30, 25 November 2022
English (LSJ)
A choose one person or thing instead of another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων CIG 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν . . καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.HG6.2.13, Pl.Lg.765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν prefer, choose rather, E.Hipp.773 (lyr.). II dispute, lay claim to, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.Hec.660.
Spanish (DGE)
1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers. ἄλλον CID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.), στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, 8.76, ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ] α IStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
•en v. pas. ser elegido ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντες D.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311, Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντον Call.Del.248
•c. ac. solo preferir τὰν δ' εὔδοξον ... φήμαν E.Hipp.773
•disputar οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται nadie te disputará la corona E.Hec.660.
German (Pape)
[Seite 230] (s. αἱρέω), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἀναιρήσομαι, ao.2 ἀνθειλόμην;
1 choisir à la place ou de préférence;
2 disputer, tâcher d'enlever : τινί τι EUR qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθαιρέομαι: (aor. 2 ἀνθειλόμην)
1 выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);
2 предпочитать (τι Eur.);
3 оспаривать (στέφανον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθαιρέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― ἐκλέγω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.
Greek Monotonic
ἀνθαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην· αποθ.·
I. διαλέγω ένα πρόσωπο ή πράγμα αντί άλλου, τινά (ή τί) τινος, σε Ευρ.· προτιμώ, επιλέγω, εκλέγω, προκρίνω, στον ίδ.
II. διαφωνώ, εγείρω αξίωση σε, τι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Dep.:— to choose one person or thing instead of another, τινά (or τί) τινος Eur.; to prefer, choose rather, Eur.
II. to dispute, lay claim to, τι Eur.