ἔτειος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔτειος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[годичный]], [[ежегодный]] (ἄεθλα Pind.; [[δασμός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[длящийся год]], [[годовой]] ([[φρουρά]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[годовалый]] ([[λάγιον]] Xen.).
|elrutext='''ἔτειος:'''<br /><b class="num">1</b> [[годичный]], [[ежегодный]] (ἄεθλα Pind.; [[δασμός]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[длящийся год]], [[годовой]] ([[φρουρά]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[годовалый]] ([[λάγιον]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτειος Medium diacritics: ἔτειος Low diacritics: έτειος Capitals: ΕΤΕΙΟΣ
Transliteration A: éteios Transliteration B: eteios Transliteration C: eteios Beta Code: e)/teios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Fr.330 (s.v.l.)), (ἔτος) A yearly, annual, ἄεθλα Pi.I.4(3).67; δασμός E.Rh.435; of the year, ὧραι Thphr.Od. 68; μεταλλαγαί E.Fr.330 (prob.); ἐτεία, ἡ, yearly board of officials or the term of such a board, SIG559.45 (Magn. Mae., iii B. C., but Arc.): neut. pl. ἔτεια, as adverb, Lyc.721. 2 lasting a year, φρουρά A.Ag.2. II of one year, yearling, X.Cyn.5.14; βρέφος Poll.2.8.

German (Pape)

[Seite 1047] jährlich, ein Jahr lang; ἀέθλων Pind. I. 3, 85; φρουρᾶς ἐτείας μῆκος Aesch. Ag. 2; ἔτειον δασμὸν φέρειν Eur. Rhes. 435; selten in Prosa, von Hafen, Xen. Cyn. 5, 14; βρέφος Poll. 2, 8; – ἔτεια, adv., Lycophr. 721.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
annuel, de chaque année.
Étymologie: ἐτεός.

Russian (Dvoretsky)

ἔτειος:
1 годичный, ежегодный (ἄεθλα Pind.; δασμός Eur.);
2 длящийся год, годовой (φρουρά Aesch.);
3 годовалый (λάγιον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔτειος: -α, -ον, (ἔτος) ἐτήσιος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Λατ. annuus, ἄεθλα Πινδ. Ι. 4. 114· φρουρὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 2· δασμὸς Εὐριπ. Ρῆσ. 435· πρβλ. ἐπέτειος: - ἔτεια ὡς ἐπίρρ., Λυκόφρ. 721. ΙΙ. ἑνὸς ἔτους, Ξεν. Κύρ. 5. 14, πρβλ. Valck Diatr. σ. 6.

English (Slater)

ἔτειος yearly καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67)

Greek Monolingual

ἔτειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός»)
2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.)
3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος έτειον»)
4. αυτός που ανήκει στο έτος ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεία
α) συμβούλιο αξιωματούχων με ετήσια θητεία
β) η θητεία του συμβουλίου
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔτεια
κατά τη διάρκεια της θητείας του συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεσ- (θ. του έτος) -ιος (πρβλ. κήδειος < κήδος, έλειος < έλος). Από τη φράση επ' έτος προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» επέτειος].

Greek Monotonic

ἔτειος: -α, -ον (ἔτος),
I. ετήσιος, από έτος σε έτος, Λατ. annuus, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ο ενός έτους, μονοετής, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔτειος, ον ἔτος
I. yearly, from year to year, Lat. annuus, Aesch., Eur.
II. of one year, yearling, Xen.

English (Woodhouse)

lasting a year

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)