σκουλαρίκι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(37)
 
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σχολαρίκιον]], ΝΜ, και, [[σκολαρίκι]] Ν<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που κρεμιέται από το [[αφτί]], ενώτιο<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[ιμάντας]], [[σχοινί]], [[ταινία]] από ανθεκτικό υλικό ή [[μέταλλο]] που χρησιμεύει για [[σύσφιγξη]] ή [[στερέωση]] εργαλείου ή άλλου αντικειμένου με περίζωσή του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «να το βάλεις [ή να το κρεμάσεις] [[σκουλαρίκι]]» — λέγεται [[κυρίως]] σε κάποιον για [[κακό]] που έχει κάνει και χρησιμοποιείται ως [[απειλή]]<br />β) «[[σκουλαρίκι]] [ή σκουλαρίκια] της βασίλισσας»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών του γένους impotiens και, [[ιδίως]], του Impotiens balsamica, γνωστού με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[βαλσαμίνη]] η σουλτανική, [[καθώς]] και τών ανθέων τους, αλλ. γάλανθος ή [[φούξια]]<br />γ) «[[βάζω]] [[σκουλαρίκι]] στον μακαρά»<br /><b>ναυτ.</b> [[τροπώ]] τον τρόχιλο, τον [[συνδέω]] με [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σκολαρίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[σχολαρίκιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>σχολαρικόν [[ἐνώτιον]], δηλ. [[σκουλαρίκι]] που φορούσαν οι [[σχολάριοι]], φρουροί τών ανακτόρων στο Βυζάντιο. Η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκόλλυς]] «[[τρόπος]] κουρέματος» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[σκουλαρίκι]] <span style="color: red;"><</span> [[σκολαρίκι]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>- κατ' [[επίδραση]] του προηγούμενου συμφώνου (<b>πρβλ.</b> [[κόμαρον]]: [[κούμαρο]])].
|mltxt=το / [[σχολαρίκιον]], ΝΜ, και, [[σκολαρίκι]] Ν<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που κρεμιέται από το [[αφτί]], ενώτιο<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[ιμάντας]], [[σχοινί]], [[ταινία]] από ανθεκτικό υλικό ή [[μέταλλο]] που χρησιμεύει για [[σύσφιγξη]] ή [[στερέωση]] εργαλείου ή άλλου αντικειμένου με περίζωσή του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «να το βάλεις [ή να το κρεμάσεις] [[σκουλαρίκι]]» — λέγεται [[κυρίως]] σε κάποιον για [[κακό]] που έχει κάνει και χρησιμοποιείται ως [[απειλή]]<br />β) «[[σκουλαρίκι]] [ή σκουλαρίκια] της βασίλισσας»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών του γένους impotiens και, [[ιδίως]], του Impotiens balsamica, γνωστού με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[βαλσαμίνη]] η σουλτανική, [[καθώς]] και τών ανθέων τους, αλλ. γάλανθος ή [[φούξια]]<br />γ) «[[βάζω]] [[σκουλαρίκι]] στον μακαρά»<br /><b>ναυτ.</b> [[τροπώ]] τον τρόχιλο, τον [[συνδέω]] με [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σκολαρίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[σχολαρίκιον]] <span style="color: red;"><</span> σχολαρικόν [[ἐνώτιον]], δηλ. [[σκουλαρίκι]] που φορούσαν οι [[σχολάριοι]], φρουροί τών ανακτόρων στο Βυζάντιο. Η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκόλλυς]] «[[τρόπος]] κουρέματος» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[σκουλαρίκι]] <span style="color: red;"><</span> [[σκολαρίκι]] με [[κώφωση]] του -ο- σε -ου- κατ' [[επίδραση]] του προηγούμενου συμφώνου (<b>πρβλ.</b> [[κόμαρον]]: [[κούμαρο]])].
}}
{{trml
|trtx====[[earring]]===
Afrikaans: oorbel, oorring, oorkrabbetjie, oorkrawwetjie; Ainu: ニンカリ; Albanian: vathë; Arabic: قُرْط‎, حَلَق‎; Egyptian Arabic: حلقة‎; Hijazi Arabic: حَلَق‎; Armenian: ականջօղ, օղ; Aromanian: tsirtselj, tsirtseljiu, tsirtsel, dzirdzelj, dzirdzeljiu, minghiush, mãnghiush, ver; Asturian: pendiente, perendengue, areta; Azerbaijani: sırğa; Bashkir: алҡа, һырға; Basque: belarritako; Belarusian: завушніца; Bengali: মাকড়ি; Bikol Central: hikaw; Bulgarian: обица; Burmese: နားကပ်, နားကွင်း; Buryat: һиихэ; Catalan: arracada; Cebuano: ariyos; Cherokee: ᎠᏟᎠᏙ; Chinese Cantonese: 耳環, 耳环; Hakka: 耳環, 耳环; Mandarin: 耳環, 耳环; Min Nan: 耳鉤, 耳钩, 耳環, 耳环; Crimean Tatar: sırğa; Coptic: ⲕⲁϣⲁⲃⲉⲗ; Czech: náušnice; Danish: ørering; Dolgan: ытырга; Dutch: [[oorbel]], [[oorring]]; Esperanto: orelringo; Estonian: kõrvarõngas; Faroese: oyrnaringur, oyrnalokkur; Finnish: korvakoru, korvarengas; French: [[boucle d'oreille]]; Galician: pendente, brinco, cercelo; Georgian: საყურე; German: [[Ohrring]]; Greek: [[σκουλαρίκι]]; Ancient Greek: [[ἀάνθα]], [[ἄρκαλα]], [[ἄρτημα]], [[ἀρτίαλα]], [[αὐλίσκος]], [[βοτρύδιον]], [[ἐγκλαστρίδια]], [[ἑλικτήρ]], [[ἕλιξ]], [[ἐλλόβιον]], [[ἐνόπη]], [[ἔνστροφος]], [[ἐνώδιον]], [[ἐνῴδιον]], [[ἐνωτάριον]], [[ἐνωτίδιον]], [[ἐνώτιον]], [[ἐξωβάδιον]], [[ἕρμα]], [[ἱπποκάμπιον]], [[κόννος]], [[κροτάλια]], [[πινώτιον]], [[πλάστρα]], [[πλάστρον]], [[σίγλος]], [[σίκλος]], [[σταλάγμιον]], [[στροβίλιον]], [[τροχίσκος]], [[ὠκίς]]; Hausa: yari; Hebrew: עָגִיל‎; Hiligaynon: aritos; Hindi: कान की बाली, बाली; Hungarian: fülbevaló; Icelandic: eyrnalokk; Ido: oreloringo; Ilocano: aritos, lubay; Indonesian: subang, anting-anting; Irish: fáinne cluaise; Italian: [[orecchino]]; Japanese: イヤリング, 耳飾り; Kazakh: сырға; Khmer: ក្រវិល, កុណ្ឌល, ក្រវិលត្រចៀក, កន្ទល់; Korean: 귀고리, 이어링; Kurdish Central Kurdish: گوارھ‎; Northern Kurdish: guhar, guhark; Kyrgyz: сырга; Ladin: rucin; Lao: ຕຸ້ມຫູ; Latin: [[inauris]]; Latvian: auskars; Lithuanian: auskaras; Luxembourgish: Ouerrank; Macedonian: обетка, менѓуша; Maguindanao: pamalang; Malay: anting-anting, subang; Malayalam: കമ്മൽ; Manx: fainey chleayshey; Maori: whakakai, iaringi; Mongolian: ээмэг; Navajo: jaatłʼóół, jaaʼ bigháníʼáhí; Nepali: झुम्का; Nogai: сырга; Norman: boucl'ye d'ouothelle; Northern Ohlone: ponkói; Norwegian: ørering; Bokmål: øredobb, øredobbe; Nynorsk: øyredobb, øyredobbe; Occitan: pendent; Old English: ēarhring; Persian: گوشواره‎, منگوش‎; Polish: kolczyk; Portuguese: [[brinco]]; Romanian: cercel; Romansch: ureglin, urachin, uraglin, rintga, rentga d'ureglia, rentga, pandarliez; Russian: [[серьга]], [[серёжка]]; Sanskrit: कर्णवेष्ट; Scottish Gaelic: fàinne-chluaise; Serbo-Croatian Cyrillic: наушница, минђуша; Roman: naušnica, minđuša, rinčica; Sicilian: ricchina; Slovak: náušnica; Slovene: uhan; Sorbian Lower Sorbian: zawušnik; Southern Altai: сырга; Spanish: [[arete]], [[arito]], [[aro]], [[caravana]], [[chapa]], [[pantalla]], [[pendiente]], [[zarcillo]]; Swahili: hereni; Swedish: örhänge; Tagalog: arilyos, hikaw; Tajik: гӯшвора; Tatar: сырга; Telugu: చెవిపోగు; Thai: ต่างหู, ตุ้มหู; Tibetan: རྣ་རྒྱན; Tocharian B: klautsaiñe; Turkish: küpe; Turkmen: gulakhalka; Ukrainian: серга, сережка, кульчик; Urdu: بالی‎; Uyghur: سۆكە‎, يىگىنە‎; Uzbek: isirgʻa, zirak; Vietnamese: khuyên tai, khuyên, hoa tai; Waray-Waray: ariyos; Welsh: clustlws, clustdlws; West Frisian: earring, earbel; Westrobothnian: åirhaindj; Yiddish: וירינגל
}}
}}

Latest revision as of 13:04, 26 November 2022

Greek Monolingual

το / σχολαρίκιον, ΝΜ, και, σκολαρίκι Ν
1. κόσμημα που κρεμιέται από το αφτί, ενώτιο
2. ναυτ. ιμάντας, σχοινί, ταινία από ανθεκτικό υλικό ή μέταλλο που χρησιμεύει για σύσφιγξη ή στερέωση εργαλείου ή άλλου αντικειμένου με περίζωσή του
3. φρ. α) «να το βάλεις [ή να το κρεμάσεις] σκουλαρίκι» — λέγεται κυρίως σε κάποιον για κακό που έχει κάνει και χρησιμοποιείται ως απειλή
β) «σκουλαρίκι [ή σκουλαρίκια] της βασίλισσας»
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους impotiens και, ιδίως, του Impotiens balsamica, γνωστού με τη λόγια ονομασία βαλσαμίνη η σουλτανική, καθώς και τών ανθέων τους, αλλ. γάλανθος ή φούξια
γ) «βάζω σκουλαρίκι στον μακαρά»
ναυτ. τροπώ τον τρόχιλο, τον συνδέω με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκολαρίκι < μσν. σχολαρίκιον < σχολαρικόν ἐνώτιον, δηλ. σκουλαρίκι που φορούσαν οι σχολάριοι, φρουροί τών ανακτόρων στο Βυζάντιο. Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί < αρχ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. σκουλαρίκι < σκολαρίκι με κώφωση του -ο- σε -ου- κατ' επίδραση του προηγούμενου συμφώνου (πρβλ. κόμαρον: κούμαρο)].

Translations

earring

Afrikaans: oorbel, oorring, oorkrabbetjie, oorkrawwetjie; Ainu: ニンカリ; Albanian: vathë; Arabic: قُرْط‎, حَلَق‎; Egyptian Arabic: حلقة‎; Hijazi Arabic: حَلَق‎; Armenian: ականջօղ, օղ; Aromanian: tsirtselj, tsirtseljiu, tsirtsel, dzirdzelj, dzirdzeljiu, minghiush, mãnghiush, ver; Asturian: pendiente, perendengue, areta; Azerbaijani: sırğa; Bashkir: алҡа, һырға; Basque: belarritako; Belarusian: завушніца; Bengali: মাকড়ি; Bikol Central: hikaw; Bulgarian: обица; Burmese: နားကပ်, နားကွင်း; Buryat: һиихэ; Catalan: arracada; Cebuano: ariyos; Cherokee: ᎠᏟᎠᏙ; Chinese Cantonese: 耳環, 耳环; Hakka: 耳環, 耳环; Mandarin: 耳環, 耳环; Min Nan: 耳鉤, 耳钩, 耳環, 耳环; Crimean Tatar: sırğa; Coptic: ⲕⲁϣⲁⲃⲉⲗ; Czech: náušnice; Danish: ørering; Dolgan: ытырга; Dutch: oorbel, oorring; Esperanto: orelringo; Estonian: kõrvarõngas; Faroese: oyrnaringur, oyrnalokkur; Finnish: korvakoru, korvarengas; French: boucle d'oreille; Galician: pendente, brinco, cercelo; Georgian: საყურე; German: Ohrring; Greek: σκουλαρίκι; Ancient Greek: ἀάνθα, ἄρκαλα, ἄρτημα, ἀρτίαλα, αὐλίσκος, βοτρύδιον, ἐγκλαστρίδια, ἑλικτήρ, ἕλιξ, ἐλλόβιον, ἐνόπη, ἔνστροφος, ἐνώδιον, ἐνῴδιον, ἐνωτάριον, ἐνωτίδιον, ἐνώτιον, ἐξωβάδιον, ἕρμα, ἱπποκάμπιον, κόννος, κροτάλια, πινώτιον, πλάστρα, πλάστρον, σίγλος, σίκλος, σταλάγμιον, στροβίλιον, τροχίσκος, ὠκίς; Hausa: yari; Hebrew: עָגִיל‎; Hiligaynon: aritos; Hindi: कान की बाली, बाली; Hungarian: fülbevaló; Icelandic: eyrnalokk; Ido: oreloringo; Ilocano: aritos, lubay; Indonesian: subang, anting-anting; Irish: fáinne cluaise; Italian: orecchino; Japanese: イヤリング, 耳飾り; Kazakh: сырға; Khmer: ក្រវិល, កុណ្ឌល, ក្រវិលត្រចៀក, កន្ទល់; Korean: 귀고리, 이어링; Kurdish Central Kurdish: گوارھ‎; Northern Kurdish: guhar, guhark; Kyrgyz: сырга; Ladin: rucin; Lao: ຕຸ້ມຫູ; Latin: inauris; Latvian: auskars; Lithuanian: auskaras; Luxembourgish: Ouerrank; Macedonian: обетка, менѓуша; Maguindanao: pamalang; Malay: anting-anting, subang; Malayalam: കമ്മൽ; Manx: fainey chleayshey; Maori: whakakai, iaringi; Mongolian: ээмэг; Navajo: jaatłʼóół, jaaʼ bigháníʼáhí; Nepali: झुम्का; Nogai: сырга; Norman: boucl'ye d'ouothelle; Northern Ohlone: ponkói; Norwegian: ørering; Bokmål: øredobb, øredobbe; Nynorsk: øyredobb, øyredobbe; Occitan: pendent; Old English: ēarhring; Persian: گوشواره‎, منگوش‎; Polish: kolczyk; Portuguese: brinco; Romanian: cercel; Romansch: ureglin, urachin, uraglin, rintga, rentga d'ureglia, rentga, pandarliez; Russian: серьга, серёжка; Sanskrit: कर्णवेष्ट; Scottish Gaelic: fàinne-chluaise; Serbo-Croatian Cyrillic: наушница, минђуша; Roman: naušnica, minđuša, rinčica; Sicilian: ricchina; Slovak: náušnica; Slovene: uhan; Sorbian Lower Sorbian: zawušnik; Southern Altai: сырга; Spanish: arete, arito, aro, caravana, chapa, pantalla, pendiente, zarcillo; Swahili: hereni; Swedish: örhänge; Tagalog: arilyos, hikaw; Tajik: гӯшвора; Tatar: сырга; Telugu: చెవిపోగు; Thai: ต่างหู, ตุ้มหู; Tibetan: རྣ་རྒྱན; Tocharian B: klautsaiñe; Turkish: küpe; Turkmen: gulakhalka; Ukrainian: серга, сережка, кульчик; Urdu: بالی‎; Uyghur: سۆكە‎, يىگىنە‎; Uzbek: isirgʻa, zirak; Vietnamese: khuyên tai, khuyên, hoa tai; Waray-Waray: ariyos; Welsh: clustlws, clustdlws; West Frisian: earring, earbel; Westrobothnian: åirhaindj; Yiddish: וירינגל