δύσεργος: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;<br /><b>II.</b> impropre au travail, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> inhabile au travail, qui travaille avec peine;<br /><b>2</b> qui rend le travail difficile.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;<br /><b>II.</b> impropre au travail, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[inhabile au travail]], [[qui travaille avec peine]];<br /><b>2</b> qui rend le travail difficile.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:50, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεργος Medium diacritics: δύσεργος Low diacritics: δύσεργος Capitals: ΔΥΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: dýsergos Transliteration B: dysergos Transliteration C: dysergos Beta Code: du/sergos

English (LSJ)

ον, A hard to work, ὕλη Thphr.HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17. 2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. -γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43. II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosa difícil de trabajar ὕλη op. εὔεργος Thphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3, σίδηρος Plu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
fig. difícil de sitiar πόλις δυσεργοτέρα χωρίων Plu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso εἰσβολή Plb.28.8.3, ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίαν Ph.1.170, cf. 2.257, πόλεμος App.Hisp.63, τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερον I.BI 5.496, ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργον Plu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33
inactivo δύναμις del alma, Plu.2.431f, στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπαντα App.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil ὁπλισμός para el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28, χεῖμα para el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. -ως difícil, penosamente κινηθῆναι Plu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

δύσεργος:
1 трудно исполнимый, затруднительный, трудный (εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.);
2 с трудом поддающийся обработке (σίδηρος Plut.);
3 с трудом (плохо) работающий, вялый (τὸ σῶμα - acc. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.

Greek Monolingual

δύσεργος, -ον (Α)
1. δυσκολοκατέργαστος
2. ακατάλληλος για κατεργασία
3. δύσχρηστοςδύσεργος οπλισμός»)
4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται
5. δύσκολος
6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης.

Greek Monotonic

δύσεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται δύσκολα, δυσκίνητος στην εργασία, νωθρός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δύσ-εργος, ον ἔργω
unfit for work, Plut.