βόσκημα: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> grazer; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302. | |elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> [[grazer]]; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:40, 28 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is fed or fatted: in plural, fatted beasts, cattle, S.Tr.762, E.Ba.677, X.HG4.6.6; of sheep, E.Alc.576 (lyr.), El.494; ἐμῆς χερὸς β., of horses, Id.Hipp.1356 (lyr.); of dogs, X.Cyr.8.1.9; ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Arist.Pol.1319a20: dual, of a couple of pigs, Ar.Ach.811: sg., of a single beast, ἄκανθα ποντίου β. A.Fr.275.3; ἐν τρόπῳ βοσκήματος πιαινόμενον ζῆν Pl.Lg.807a; opp. θηρίον, Arist.MM1204a38, Str.16.4.16. II food, β. πηυονῆς A.Supp.620, cf. S.El.364, Ar.Ra.892; ἀναίματον β. δαιμόνων prey drained of blood by the Erinyes, A.Eu.302.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I de seres anim.
1 bestia, bicho ποντίου βοσκήματος A.Fr.275.3.
2 lo apacentado, gener. plu. ganado συμμιγῆ βοσκήματα S.Tr.762, βοσκήματα ... μόσχων E.Ba.677, cf. Cyc.165, 188, βοσκήμασι ... συρίζων E.Alc.576, cf. Hp.Art.8, Pl.R.373c, Gal.18(1).356, ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων vivir de la ganadería Arist.Pol.1319a20, ref. a ganado equino στυγνὸν ὄχημ' ἵππειον, ἐμῆς β. χερός dicho de una biga odioso tronco apacentado de mi propia mano E.Hipp.1356, βουκόλια καὶ ἱπποφόρβια καὶ ἄλλα παντοδαπὰ βοσκήματα X.HG 4.6.6, tb. a cerdos τὼ βοσκήματε un par de cabezas de cerditas, Ar.Ach.811, a perros ἵππων ... καὶ κυνῶν ἐπιμελετὰς ... οὓς ἐνόμιζε ... ταῦτα τὰ βοσκήματα βέλτιστ' ἂν παρέχειν X.Cyr.8.1.9
•op. al ser humano y sus cualidades ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg.807a, βοσκημάτων δίκην Pl.R.586a, cf. X.Eph.2.13.2, Gal.15.736, Amph.Seleuc.68
•junto c. otros bienes y propiedades βοσκήματα καὶ ἀνδράποδα D.18.213, cf. 21.167, Theopomp.Hist.344
•op. θηρίον Arist.MM 1204a38, Str.16.4.16
•dicho insultantemente de herejes, Epiph.Const.Haer.13.2.
II inanimado
1 pasto c. gen. subjet. ἀναίματον β. δαιμόνων dicho de Orestes, A.Eu.302
•fig. pasto, pábulo c. gen. obj. β. πημονῆς A.Supp.620, τοῦ μὴ λυπεῖν S.El.364, abs. αἰθήρ, ἐμὸν β. oh éter, mi pasto espiritual Ar.Ra.892.
2 pastizal LXX Is.7.25, 27.10, 49.11, PMasp.112.31 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 454] τό, 1) das geweidete Vieh, Viehheerde, Soph. Tr. 762; Eur. Bacch. 676; Ar. Ach. 870; Xen. Hell. 4, 6, 6; Plut. Rom. 7; übh. Vieh, Plat. Theaet. 162 e u. öfter. – 2) das Futter, Nahrung, πημονῆς Aesch. Suppl. 6154 Soph. El. 364.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς βόσκημα χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);
2 pâture, nourriture, aliment.
Étymologie: βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόσκημα -ατος, τό βόσκω
1. grazer; meestal plur. vee.
2. voedsel:. ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.
Russian (Dvoretsky)
βόσκημα: ατος τό
1 пасущееся стадо, скот Soph., Eur., Arph., Xen., Plat.: ἐμῆς β. χερός Eur. вскормленные мною животные;
2 голова скота Arst.: τὰ ἑκατὸν βοσκήματα Soph. сотня голов скота;
3 досл. корм, пища, перен. удел (πημονῆς Aesch.): ἐμοὶ ἔστω μόνον β. Soph. пусть (это) будет моим единственным уделом.
Middle Liddell
βόσκω
I. that which is fed or fatted: in plural fatted beasts, cattle, Soph., etc.; of sheep, Eur.; of horses, Eur.; of pigs, Ar.
II. food, Aesch.
Greek Monolingual
το (AM βόσκημα) βόσκω
1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο
νεοελλ.
η βόσκηση
αρχ.
η νομή, η τροφή.
Greek Monotonic
βόσκημα: -ατος, τό (βόσκω),
I. αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται βοσκή· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.
II. φαγητό, σε Αισχύλ.·
Greek (Liddell-Scott)
βόσκημα: τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, ἄκανθα ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ θηρίον, Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. τροφή, β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, θῦμα τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων ἄνευ αἵματος, διότι τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.