λαίμαργος: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀχόρταγος]]). Ἀπό τό ἐπιτατικό μόριο λαι + [[μάργος]] (=τρελός, ἀχόρταγος).<br><b>Παράγωγα:</b> λαιμάργως, [[λαιμαργία]]. | |mantxt=(=[[ἀχόρταγος]]). Ἀπό τό ἐπιτατικό μόριο λαι + [[μάργος]] (=[[τρελός]], [[ἀχόρταγος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> λαιμάργως, [[λαιμαργία]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Albanian: hamës; Arabic: نَهِم, شَرِه; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: [[vraatzuchtig]]; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: [[glouton]], [[gourmand]], [[goulu]]; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: [[gefräßig]], [[unersättlich]]; Greek: [[λαίμαργος]]; Ancient Greek: [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]], [[ἀδηφάγος]]; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: [[edax]], [[gulosus]], [[lurcinabundus]]; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Portuguese: [[guloso]]; Romanian: mâncăcios; Russian: [[прожорливый]], [[ненасытный]]; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: [[glotón]], [[goloso]]; Turkish: obur | |trtx=Albanian: hamës; Arabic: نَهِم, شَرِه; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: [[vraatzuchtig]]; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: [[glouton]], [[gourmand]], [[goulu]]; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: [[gefräßig]], [[unersättlich]]; Greek: [[λαίμαργος]]; Ancient Greek: [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]], [[ἀδηφάγος]]; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: [[edax]], [[gulosus]], [[lurcinabundus]]; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Portuguese: [[guloso]]; Romanian: mâncăcios; Russian: [[прожорливый]], [[ненасытный]]; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: [[glotón]], [[goloso]]; Turkish: obur | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, greedy, gluttonous, Id.HA591b1, Thphr.CP1.22.1, etc.; λ. πρὸς τὴν τροφήν Arist.PA675a20. Adv. λαιμάργως, ἐσθίειν Stob.4.56. 34.
German (Pape)
[Seite 7] (od. minder gut nach den Alten von λαιμάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
glouton, vorace.
Étymologie: λαιμός, ἀργός¹.
Russian (Dvoretsky)
λαίμαργος:
1 ненасытный, жадный (πρὸς τροφήν Arst.);
2 прожорливый (λύκοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λαίμαργος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄπληστος, ἀδηφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27, Θεόφρ. κτλ.· λ. πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 15. Ἐπίρρ. -γως, λ. ἐσθίειν Στοβ. τ. 124. 34. (Κατὰ τοὺς Γραμμ. ἐκ τοῦ λαι- ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μαργός, ἴδε λα-).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λαίμαργος, -ον, Μ θηλ. και -η)
αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λαίμαργος
βοτ. βλαστός ο οποίος απορροφά μεγάλο μέρος του χυμού του φυτού, αναπτύσσεται σε βάρος άλλων βλαστών και παράγει λίγους ή καθόλου καρπούς
νεοελλ.-μσν.
1. φιλάργυρος
2. ακόρεστος, ανικανοποίητος.
επίρρ...
λαιμάργως και λαίμαργα (Α λαιμάργως)
με λαίμαργο τρόπο, άπληστα, αχόρταγα («λαιμάργως ἐσθίειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαιμόμαργος, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία): < λαιμός + -μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος» (πρβλ. γαστρί-μαργος). Κατ' άλλους, το α' συνθετικό είναι το επιτατικό μόριο λαι-(βλ. λα-)].
Greek Monotonic
λαίμαργος: -ον, άπληστος, αδηφάγος, σε Αριστ.
Middle Liddell
λαί-μαργος, ον
very greedy, gluttonous, Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό ἐπιτατικό μόριο λαι + μάργος (=τρελός, ἀχόρταγος).
Παράγωγα: λαιμάργως, λαιμαργία.
Translations
Albanian: hamës; Arabic: نَهِم, شَرِه; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: vraatzuchtig; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: glouton, gourmand, goulu; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: gefräßig, unersättlich; Greek: λαίμαργος; Ancient Greek: γαστρίμαργος, λαίμαργος, λίχνος, ἀδηφάγος; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: edax, gulosus, lurcinabundus; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Portuguese: guloso; Romanian: mâncăcios; Russian: прожорливый, ненасытный; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: glotón, goloso; Turkish: obur