στρατοπεδεία: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp. | |elnltext=στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] [[kampement]], [[plaats van het legerkamp]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.
Middle Liddell
στρᾰτοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις, Xen.]