ἀπᾴδω: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[desafinar]] ref. al canto, Pl.<i>Lg</i>.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.<i>Pr</i>.919<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>abs. del sonido, Pl.<i>Hp.Mi</i>.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.<br /><b class="num">II</b> usos fig.<br /><b class="num">1</b> [[disentir]], [[estar en desacuerdo]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Lg</i>.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.<i>Ti</i>.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.<i>Lyc</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐθῶν Luc.<i>Anach</i>.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.98.3.<br /><b class="num">2</b> [[desviarse de]] ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.<i>Hp.Ma</i>.292c.<br /><b class="num">3</b> [[ser insuficiente]], [[quedarse corto con respecto a]] τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero <i>Bel</i>.112.6<br /><b class="num">•</b>[[ser inadecuado]] τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.<i>Or</i>.11.132b, τῷ πράγματι Lib.<i>Or</i>.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.<i>Chr</i>.69. | |dgtxt=<b class="num">I</b> [[desafinar]] ref. al canto, Pl.<i>Lg</i>.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.<i>Pr</i>.919<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>abs. del sonido, Pl.<i>Hp.Mi</i>.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.<br /><b class="num">II</b> [[usos fig]].<br /><b class="num">1</b> [[disentir]], [[estar en desacuerdo]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Lg</i>.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.<i>Ti</i>.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.<i>Lyc</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐθῶν Luc.<i>Anach</i>.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.98.3.<br /><b class="num">2</b> [[desviarse de]] ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.<i>Hp.Ma</i>.292c.<br /><b class="num">3</b> [[ser insuficiente]], [[quedarse corto con respecto a]] τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero <i>Bel</i>.112.6<br /><b class="num">•</b>[[ser inadecuado]] τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.<i>Or</i>.11.132b, τῷ πράγματι Lib.<i>Or</i>.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.<i>Chr</i>.69. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 30 November 2022
English (LSJ)
fut. A -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc. II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16. 2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c. 3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.
Spanish (DGE)
I desafinar ref. al canto, Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23
•abs. del sonido, Pl.Hp.Mi.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.
II usos fig.
1 disentir, estar en desacuerdo ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.Ti.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
•c. gen. ἐθῶν Luc.Anach.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.Prot.10.98.3.
2 desviarse de ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 ser insuficiente, quedarse corto con respecto a τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.6
•ser inadecuado τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.Or.11.132b, τῷ πράγματι Lib.Or.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.Chr.69.
German (Pape)
[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.
French (Bailly abrégé)
chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾴδω:
1 петь или звучать не в тон, фальшивить Plat., Arst., Plut.;
2 отступать, отклоняться (ἀπό τινος Plat., πρός τι Plut. и τινός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
Greek Monolingual
(Α ἀπᾴδω)
νεοελλ.
δεν ταιριάζω, δεν αρμόζω («η συμπεριφορά του απάδει προς το αξίωμα του»
αρχ.
1. τραγουδώ παράφωνα
2. μτφ. α) διαφωνώ
β) απομακρύνομαι, ξεφεύγω από το θέμα.
Greek Monotonic
ἀπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι,
I. τραγουδώ παράφωνα, είμαι εκτός μουσικού τόνου, της κλίμακας, σε Πλάτ.
II. μεταφ.,
1. διαφωνώ, διαφέρω, ἀπ' ἀλλήλων, στον ίδ.
2. απομακρύνομαι, αποπλανώμαι, παροδηγούμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to sing out of tune, be out of tune, Plat.
II. metaph. to dissent, ἀπ' ἀλλήλων Plat.
2. to wander away, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat.