κρόταλον: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Klapper]]</i>, nach <i>Schol. Ar. Nub</i>. 259 <i>ein gespaltenes Rohr</i>, κατασκευαζόμενον [[ἐπίτηδες]], ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς [[χερσί]]; auch von Erz od. von [[Muschelschalen]] nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ [[neben]] τυμπάνων ἀράγματα Eur. <i>Cycl</i>. 204; Βρόμια <i>Hel</i>. 1324; Her. 2.60 von [[Frauen]] [[gespielt]]; vgl. [[δίσκος]]; χειροτυπὴς κροτάλων [[πάταγος]] Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.<br>übertragen, <i>Zungendrescher, [[Plappermaul]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα [[κρόταλον]] Eur. <i>Cycl</i>. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch <i>die Narcisse</i> so.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=[[χτυπῶ]]), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=[[ἐπίπληξη]], [[ἐπιδοκιμασία]]), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]).
|mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=[[χτυπῶ]]), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=[[ἐπίπληξη]], [[ἐπιδοκιμασία]]), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]).
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Klapper]]</i>, nach <i>Schol. Ar. Nub</i>. 259 <i>ein gespaltenes Rohr</i>, κατασκευαζόμενον [[ἐπίτηδες]], ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς [[χερσί]]; auch von Erz od. von [[Muschelschalen]] nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ [[neben]] τυμπάνων ἀράγματα Eur. <i>Cycl</i>. 204; Βρόμια <i>Hel</i>. 1324; Her. 2.60 von [[Frauen]] [[gespielt]]; vgl. [[δίσκος]]; χειροτυπὴς κροτάλων [[πάταγος]] Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.<br>übertragen, <i>Zungendrescher, [[Plappermaul]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα [[κρόταλον]] Eur. <i>Cycl</i>. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch <i>die Narcisse</i> so.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόταλον Medium diacritics: κρόταλον Low diacritics: κρόταλον Capitals: ΚΡΟΤΑΛΟΝ
Transliteration A: krótalon Transliteration B: krotalon Transliteration C: krotalon Beta Code: kro/talon

English (LSJ)

τό, (κροτέω) in plural, A clapper, used in the worship of Cybele, h.Hom.14.3, Pi.Fr.79, Hdt.2.60, Arist.Mir.839a1; of Dionysus, E.Hel.1308 (lyr.), cf. Cyc.205: generally, in dances, AP 5.174 (Mel.), 11.195 (Diosc.). II sg., metaph., of persons, 'rattle', Ar.Nu.260, 448 (anap.); οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ E.Cyc.104. III a name for the narcissus, Eumach. ap. Ath.15.681e. IV κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς EM post κορυθαίολος (cod. Voss.); κορτάλων is perhaps required by the metre in E.Hyps.Fr.1 ii 9 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cliquette, castagnette.
Étymologie: κρότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.

German (Pape)

τό, Klapper, nach Schol. Ar. Nub. 259 ein gespaltenes Rohr, κατασκευαζόμενον ἐπίτηδες, ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς χερσί; auch von Erz od. von Muschelschalen nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ neben τυμπάνων ἀράγματα Eur. Cycl. 204; Βρόμια Hel. 1324; Her. 2.60 von Frauen gespielt; vgl. δίσκος; χειροτυπὴς κροτάλων πάταγος Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.
übertragen, Zungendrescher, Plappermaul, Ar. Nub. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα κρόταλον Eur. Cycl. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch die Narcisse so.

Russian (Dvoretsky)

κρότᾰλον: τό
1 трещотка, погремушка (κροτάλων ἰαχή HH и πάταγος Anth.);
2 pl. трещание, грохот (χαλκοῦ Eur.; θόρυβος καὶ κ. Arst.);
3 перен. (тж. ἀνὴρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κρότᾰλον: τό, (κρότος, κροτέω) ὄργανον πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ καθόλου ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., ἄνθρωπος ἀδολέσχης, «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα κρόταλον Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. κώδων Ι. 2. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.

English (Slater)

κρόταλον castanet ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις in the Dionysaic rites Δ. 2. 10.

Greek Monotonic

κρότᾰλον: τό (κροτέω),
I. κρόταλο, καστανιέτα, που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. μεταφ., άνθρωπος αδολεσχής, φλύαρος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κρότᾰλον, ου, τό, κροτέω
I. a rattle, castanet, used in the worship of Cybele, or Dionysus, Hdt., Eur.
II. metaph. a rattling fellow, a rattle, Ar.

English (Woodhouse)

a man who talks much, instrument for making a noise

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κροτῶ (=χτυπῶ), πού παράγεται ἀπό τό κρότος κι' αὐτό ἀπό τό κρούω. Παράγωγα τού κροτῶ: κροταλίζω, κροτάλισμα, κρόταφος (=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου), κρότημα, χειροκρότημα, ποδοκρότημα, κρότησις, συγκρότησις (=σχηματισμός), ἐπικρότησις (=ἐπίπληξη, ἐπιδοκιμασία), κροτησμός, κροτητός, ἀξυγκρότητος (=ὁ μή ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ τούς ἄλλους, ὁ χαλαρός καί ἀσυνάρτητος).