καλλιρρημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [[[καλός]], [[ῥῆμα]]] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.
|elnltext=καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [[[καλός]], [[ῥῆμα]]] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Wohlredenheit]]</i>; Dion.Hal. <i>Thuc</i>. 23; Luc. <i>D.D</i>. 21.2, <i>[[Großsprecherei]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλιρρημοσύνη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[elegance]] of [[language]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> [[braggart]] [[language]], Luc. [from [[καλλιρρήμων]]
|mdlsjtxt=[[καλλιρρημοσύνη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[elegance]] of [[language]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> [[braggart]] [[language]], Luc. [from [[καλλιρρήμων]]
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Wohlredenheit]]</i>; Dion.Hal. <i>Thuc</i>. 23; Luc. <i>D.D</i>. 21.2, <i>[[Großsprecherei]]</i>.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιρρημοσύνη Medium diacritics: καλλιρρημοσύνη Low diacritics: καλλιρρημοσύνη Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kallirrēmosýnē Transliteration B: kallirrēmosynē Transliteration C: kallirrimosyni Beta Code: kallirrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27. II braggart language, Id.DDeor.21.2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [καλός, ῥῆμα] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.

German (Pape)

ἡ, Wohlredenheit; Dion.Hal. Thuc. 23; Luc. D.D. 21.2, Großsprecherei.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐρρημοσύνη:плавность речи, бойкий язык Luc.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.

Greek Monolingual

καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.

Greek Monotonic

καλλιρρημοσύνη: ἡ,
I. γλαφυρότητα, κομψότητα γλώσσας, σε Λουκ.
II. αλαζονική γλώσσα, στον ίδ.

Middle Liddell

καλλιρρημοσύνη, ἡ,
I. elegance of language, Luc.
II. braggart language, Luc. [from καλλιρρήμων