μείλιγμα: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />tout ce qui adoucit, charme <i>ou</i> apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; <i>particul. au plur.</i> τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[μέλιγμα]].
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />tout ce qui adoucit, charme <i>ou</i> apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; <i>particul. au plur.</i> τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[μέλιγμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[alles]] zur [[Besänftigung]], [[Beruhigung]], [[Erheiterung]] Dienende</i>, Hom. nennt μειλίγματα θυμοῦ <i>[[Leckerbissen]]</i>, [[welche]] der [[Hausherr]] den Hunden gibt, <i>Od</i>. 10.217, [[worauf]] sich die Erkl. des <i>EM</i>. λείψανα bezieht, = [[ἀπομαγδαλιά]]; Χρυσηΐδων [[μείλιγμα]], Aesch. <i>Ag</i>. 1414, heißt [[Agamemnon]], <i>[[Liebling]], Lust</i> der Chryseis; bes. von <i>[[Sühnopfer]]</i>n, χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγμασιν, <i>Ch</i>. 15; νηφάλια, <i>Eum</i>. 107, wie auch sp.D., Gaetul. 5 (VII.354); Aesch. vrbdt auch γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]], <i>Eum</i>. 846; Sp., ὀργῆς [[μείλιγμα]], Plut. <i>Pomp</i>. 47; νούσων, <i>[[Heilmittel]]</i>, Nic. <i>Ther</i>. 896; μουσῶν, Theocr. 22.221, <i>erheiternder [[Gesang]]; was eine [[Speise]] [[schmackhaft]] macht</i>, Ath. III.109e.<br>Bei Longin. 32.3 = <i>mildernde [[Ausdrücke]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[something that mitigates]], [[something that propitiates]], [[something that soothes]]
|woodrun=[[something that mitigates]], [[something that propitiates]], [[something that soothes]]
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[alles]] zur [[Besänftigung]], [[Beruhigung]], [[Erheiterung]] Dienende</i>, Hom. nennt μειλίγματα θυμοῦ <i>[[Leckerbissen]]</i>, [[welche]] der [[Hausherr]] den Hunden gibt, <i>Od</i>. 10.217, [[worauf]] sich die Erkl. des <i>EM</i>. λείψανα bezieht, = [[ἀπομαγδαλιά]]; Χρυσηΐδων [[μείλιγμα]], Aesch. <i>Ag</i>. 1414, heißt [[Agamemnon]], <i>[[Liebling]], Lust</i> der Chryseis; bes. von <i>[[Sühnopfer]]</i>n, χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγμασιν, <i>Ch</i>. 15; νηφάλια, <i>Eum</i>. 107, wie auch sp.D., Gaetul. 5 (VII.354); Aesch. vrbdt auch γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]], <i>Eum</i>. 846; Sp., ὀργῆς [[μείλιγμα]], Plut. <i>Pomp</i>. 47; νούσων, <i>[[Heilmittel]]</i>, Nic. <i>Ther</i>. 896; μουσῶν, Theocr. 22.221, <i>erheiternder [[Gesang]]; was eine [[Speise]] [[schmackhaft]] macht</i>, Ath. III.109e.<br>Bei Longin. 32.3 = <i>mildernde [[Ausdrücke]]</i>.
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλιγμα Medium diacritics: μείλιγμα Low diacritics: μείλιγμα Capitals: ΜΕΙΛΙΓΜΑ
Transliteration A: meíligma Transliteration B: meiligma Transliteration C: meiligma Beta Code: mei/lgma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειλίσσω) A that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ scraps with which the master appeases the hunger of his dogs, Od.10.217; μειλίγματα προσφέρειν E.Fr.1053: sg., Nic.Fr.75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.Eu.886; μ. νούσου Nic.Th.896; λύπης Ph.2.28 (pl.); τῆς ὀργῆς Plu.Pomp.47; πλούτου μειλίγματα Epic.Oxy.1015.19. 2 pl., propitiatory offerings to the dead, A. Ch.15, Eu.107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5. 3 darling, fondling, Χρυσηΐδων μ., of Agamemnon, A.Ag.1439. II soothing song, λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων Theoc.22.221. 2 pl., μ. θρασειῶν μεταφορῶν phrases which soften bold metaphors, Longin.32.3.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
tout ce qui adoucit, charme ou apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; particul. au plur. τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.
Étymologie: μειλίσσω.
2v. μέλιγμα.

German (Pape)

τό, alles zur Besänftigung, Beruhigung, Erheiterung Dienende, Hom. nennt μειλίγματα θυμοῦ Leckerbissen, welche der Hausherr den Hunden gibt, Od. 10.217, worauf sich die Erkl. des EM. λείψανα bezieht, = ἀπομαγδαλιά; Χρυσηΐδων μείλιγμα, Aesch. Ag. 1414, heißt Agamemnon, Liebling, Lust der Chryseis; bes. von Sühnopfern, χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγμασιν, Ch. 15; νηφάλια, Eum. 107, wie auch sp.D., Gaetul. 5 (VII.354); Aesch. vrbdt auch γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον, Eum. 846; Sp., ὀργῆς μείλιγμα, Plut. Pomp. 47; νούσων, Heilmittel, Nic. Ther. 896; μουσῶν, Theocr. 22.221, erheiternder Gesang; was eine Speise schmackhaft macht, Ath. III.109e.
Bei Longin. 32.3 = mildernde Ausdrücke.

Russian (Dvoretsky)

μείλιγμα: ατος τό
1 средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);
2 наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;
3 умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μείλιγμα: τό, (μειλίσσω) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια κρεῶν κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· ὡσαύτως ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ Ἀγαμέμνων καλεῖται Χρυσηίδων μείλιγμα, δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.

English (Autenrieth)

ατος (μειλίσσω): that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ, things to appease the appetite, tid-bits, Od. 10.217†.

Greek Monolingual

το (Α μείλιγμα και μείλιχμα)
νεοελλ.
(λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν
αρχ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση
2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για καταπράυνση του θυμού κάποιου
3. θεραπευτικό μέσο
4. στον πληθ. τὰ μειλίγματα
εξιλαστήρια θυσία
5. (για φαγητά) άρτυμα, καρύκευμα
6. γλυκό τραγούδι
7. (για τον Αγαμέμνονα) ο εραστής («χρυσηΐδων μείλιγμα τῶν ὑπ' Ἰλίῳ», Αισχύλ.)
8. ήπιοι λόγοι («μειλίγματα τῶν θρασειῶν μεταφορῶν», Λογγίν.).

Greek Monotonic

μείλιγμα: -ατος, τό (μειλίσσω),
I. 1. οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, μειλίγματα θυμοῦ, αποφάγια για να κατευνάσουν την πείνα των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης μείλιγμα, σε Αισχύλ.
2. στον πληθ., εξευμενισμοί, απότιση εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. inferiae, στο ίδ.
3. λέγεται για πρόσωπα, συμπαθητικός, αξιαγάπητος, στο ίδ.
II. κατευναστικό τραγούδι, σε Θεόκρ.
μείλιγμα: τό,
I. τραγούδι, σε Μόσχ.
II. μικρός αυλός που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.

Middle Liddell

μείλιγμα, ατος, τό, μειλίσσω
I. anything that serves to soothe, μειλίγματα θυμοῦ scraps to appease the hunger of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης μείλιγμα Aesch.
2. in plural propitiations, atonements made to the dead, Lat. inferiae, Aesch.
3. of a person, a fondling, darling, Aesch.
II. a soothing song, Theocr.

English (Woodhouse)

something that mitigates, something that propitiates, something that soothes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)