ἀΐσθω: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />souffler, exhaler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄω]], [[ἄημι]] ; R. ἈϜ souffler. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />souffler, exhaler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄω]], [[ἄημι]] ; R. ἈϜ souffler. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Hom. [[zweimal]], <i>Il</i>. 20.403 αὐτὰρ ὁ θυμὸν [[ἄϊσθε]] καὶ ἤρυγεν, ὡς [[ὅτε]] [[ταῦρος]] – ἃς ἄρα [[τόν]] γ' ἐρυγόντα λέπ' ὀστέα θυμὸς [[ἀγήνωρ]]; 16.468 ὁ δ' [[ἔβραχε]] θυμὸν ἀΐσθων, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι [[μακών]], ἀπὸ δ' [[ἔπτατο]] [[θυμός]]. Hiernach kann θυμὸν [[ἄϊσθε]] nicht [[heißen]] = er hauchte die [[Seele]] aus, wie Einige [[erklären]]. Man vgl. [[vielmehr]] 15.252 [[ἐφάμην]] νέκυας καὶ δῶμ' Ἀίδαο ἤματι τῷδ' ἴξεσθαι, [[ἐπεὶ]] φίλον [[ἄϊον]] [[ἦτορ]], wo Aristonic. <i>Scholl</i>. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι [[ἄϊον]] ἀντὶ τοῦ ἐπῃσθόμην, τοῦτο δέ ἐστι τῆς ψυχῆς [[μοῦ]] ἥψατο. καὶ ἐν ἄλλοις (11.532) »τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες« ἐπαισθόμενοι τῆς πληγῆς. Also [[ἀΐσθω]] = αἴσθω, act. zu [[αἴσθομαι]], [[αἰσθάνομαι]]; θυμὸν [[ἄϊσθε]] = er fühlte sein [[Leben]], durch die [[Verwundung]], d.h. er zuckte [[zusammen]], im innersten [[Leben]] [[getroffen]]. Apoll. <i>Lex.Hom</i>. 16.16 ἀΐσθων αἰσθόμενος· » ὁ δ' [[ἀνέβραχε]] θυμὸν ἀΐσθων«. – Opp. <i>H</i>. 5.311. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 30 November 2022
English (LSJ)
(ἄημι) Ep. Verb, breathe out, θυμὸν ἄϊσθε he was giving up the ghost, Il.20.403, cf. 16.468.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
souffler, exhaler.
Étymologie: cf. ἄω, ἄημι ; R. ἈϜ souffler.
German (Pape)
Hom. zweimal, Il. 20.403 αὐτὰρ ὁ θυμὸν ἄϊσθε καὶ ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος – ἃς ἄρα τόν γ' ἐρυγόντα λέπ' ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ; 16.468 ὁ δ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ' ἔπτατο θυμός. Hiernach kann θυμὸν ἄϊσθε nicht heißen = er hauchte die Seele aus, wie Einige erklären. Man vgl. vielmehr 15.252 ἐφάμην νέκυας καὶ δῶμ' Ἀίδαο ἤματι τῷδ' ἴξεσθαι, ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ, wo Aristonic. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἄϊον ἀντὶ τοῦ ἐπῃσθόμην, τοῦτο δέ ἐστι τῆς ψυχῆς μοῦ ἥψατο. καὶ ἐν ἄλλοις (11.532) »τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες« ἐπαισθόμενοι τῆς πληγῆς. Also ἀΐσθω = αἴσθω, act. zu αἴσθομαι, αἰσθάνομαι; θυμὸν ἄϊσθε = er fühlte sein Leben, durch die Verwundung, d.h. er zuckte zusammen, im innersten Leben getroffen. Apoll. Lex.Hom. 16.16 ἀΐσθων αἰσθόμενος· » ὁ δ' ἀνέβραχε θυμὸν ἀΐσθων«. – Opp. H. 5.311.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐσθω: выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐσθω: (ἄημι) Ἐπ. ῥῆμα, ἐκπνέω, ἀποπνέω, θυμὸν ἄϊσθε, ἐξέπνευσε, Ἰλ. Υ. 403· θυμὸν ἀΐσθων, ἐκπνέων, ΙΙ. 468· πρβλ. ἀΐω = ἄημι.
Greek Monotonic
ἀΐσθω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ἄημι), εκπνέω, όπως το ἀποπνέω· θυμὸν ἄϊσθε, παρέδιδε το πνεύμα του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.