Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut <i>ou</i> qui sait travailler, travailleur, industrieux;<br /><b>2</b> [[qui façonne par le travail]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui peut]] <i>ou</i> qui sait travailler, travailleur, industrieux;<br /><b>2</b> [[qui façonne par le travail]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:32, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστικός Medium diacritics: ἐργαστικός Low diacritics: εργαστικός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ergastikós Transliteration B: ergastikos Transliteration C: ergastikos Beta Code: e)rgastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6; οἱ ἐργαστικοί the working men, Plb.10.16.1: Comp., Phld.Oec.p.32J. 2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45: generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6; ἡ ἐργαστική (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt.280e, 281a; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27. II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατικός legend.).

German (Pape)

[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Greek Monotonic

ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.