δειγματίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire un exemple ; proposer un exemple | |btext=faire un exemple ; proposer un exemple;<br /><b>[[NT]]</b>: donner en [[spectacle]] ; se moquer.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖγμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:04, 6 December 2022
English (LSJ)
A make a show of, Ep.Col.2.15; make an example of, Ev.Matt.1.19; furnish a sample, in Pass., PTeb. 576 (i B.C./i A.D.); δειγματισθήσεται… ἀπολέσθαι will be proved to .., PRyl.1.28.32 (iv A.D.). 2 make trial of, test, PHolm.18.20, 22.29. II intr., appear, Ar.Byz.Epit.41.19, Hp.Ep.19 (in Hermes53.67).
Spanish (DGE)
I 1someter a prueba, comprobar καθαίρει καὶ διγμαδίζει αὐτό (σῖτον) PZen.Col.82.10 (III a.C.), ἐπιχάλα τὰ ἔρια καὶ δειγμάτιζε PHolm.126, cf. 108, en v. pas. ὑπόταυρος ἐὰν ἅλληται, δειγματισθήσεται ὅ τοι οὗτ[ο] ς ἀπολέσθαι si el perineo tiene un pálpito, se comprobará que el tal va a morir Melamp. en PRyl.28.32
•abs. hacer una prueba εἰ οὖν σοι δοκεῖ καὶ ἐάσης με δειγματίσαι πρὸς αὐτούς si te parece bien y me dejas que haga una prueba frente a (lo que han hecho) ellos, PCair.Zen.484.18 (III a.C.).
2 poner en evidencia, exponer a la vergüenza pública μὴ θέλων αὐτὴν δειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν Eu.Matt.1.19, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας Ep.Col.2.15, τοὺς γὰρ ἀκολάστους ἐλέγχει καὶ δειγματίζει ὁ χρόνος Sch.E.Hipp.426.
II intr. mostrarse, aparecer ὅταν καὶ ταῖς θηλείαις τὰ καταμήνια δειγματίζει a la edad en que aparece la menstruación en las hembras Ar.Byz.Epit.41.19.
German (Pape)
[Seite 534] zum Beispiel aufstellen, N. T.
French (Bailly abrégé)
faire un exemple ; proposer un exemple;
NT: donner en spectacle ; se moquer.
Étymologie: δεῖγμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειγματίζω [δεῖγμα] aan de kaak stellen:. τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν hij heeft de overheden en machthebbers aan de kaak gesteld NT Col. 2.15.
Russian (Dvoretsky)
δειγμᾰτίζω: изобличать, выставлять на позор (τινά NT).
English (Strong)
from δεῖγμα; to exhibit: make a show.
English (Thayer)
1st aorist ἐδειγματισα; (δεῖγμα); to make an example of, to show as an example; τινα, to expose one to disgrace (cf. παραδειγματίζω, θεατρίζω): L T Tr WH; Act. Petr. et Paul. § 33; Winer's Grammar, 25 (24); 91 (87); δειγματισμος occurs on the Rosetta stone, line 30; Boeckh, Inscriptions 4697. Compare: παραδειγματίζω.)
Greek Monolingual
(AM δειγματίζω) δείγμα
χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να το δοκιμάσει ή να το ελέγξει ο αγοραστής
μσν.
δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῦτον»)
αρχ.
προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα.
Greek Monotonic
δειγματίζω: μέλ. -σω (δεῖγμα), κάνω επίδειξη κάποιου πράγματος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δειγματίζω: ἐκθέτω τι, ἐπιδεικνύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α'19, Ἐπ. π. Κολοσσ. β', 15, Χρυσόστ. 7.307,πρβλ. παραδειγμ-.
Middle Liddell
δεῖγμα
to make a show of, NTest.
Chinese
原文音譯:deigmat⋯zw 得格馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:顯示(化)
字義溯源:陳列,作榜樣,顯示出來,展示;源自(δεῖγμα)=樣品);而 (δεῖγμα)出自(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 他⋯展示(1) 西2:15