ἐγκλείω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνικλείω]];<br /><b>1</b> [[fermer devant]], [[tenir fermé]], [[fermer la bouche]];<br /><b>2</b> [[enfermer dans]], [[tenir enfermé dans]] : δόμοις SOPH dans une maison ; [[εἰς]] τὸ σωματικόν PLUT dans l'enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐγκλείομαι]];<br /><b>1</b> [[s'enfermer]], [[se tenir enfermé]];<br /><b>2</b> <i>tr.</i> tenir renfermé en soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κλείω]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνικλείω]];<br /><b>1</b> [[fermer devant]], [[tenir fermé]], [[fermer la bouche]];<br /><b>2</b> [[enfermer dans]], [[tenir enfermé dans]] : δόμοις SOPH dans une maison ; εἰς τὸ σωματικόν PLUT dans l'enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐγκλείομαι]];<br /><b>1</b> [[s'enfermer]], [[se tenir enfermé]];<br /><b>2</b> <i>tr.</i> tenir renfermé en soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κλείω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:15, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκλείω Medium diacritics: ἐγκλείω Low diacritics: εγκλείω Capitals: ΕΓΚΛΕΙΩ
Transliteration A: enkleíō Transliteration B: enkleiō Transliteration C: egkleio Beta Code: e)gklei/w

English (LSJ)

Ion. ἐγκληΐω, Att. ἐγκλῄω, Ep. ἐνικλείω A.R. 2.1029:—A shut in, close, ὅκως τὰς πύλας ἐγκληΐσειε Hdt.4.78; θύρα ἐγκεκλῃμένη Pl.Prt.314d. II shut or confine within, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (for ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) S.Aj.1274; δόμοις ἐγκεκλῃμένος Id.Tr.579: generally, shut up, confine, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Id.Ant.180; εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος ib.505; στόμα ἐ. E.Hec. 1284. III Med., shut oneself up in, X.HG6.5.9. 2 shut up with oneself, Luc.Alex.41.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. -κληΐω Hdt.4.78; át. -κλῄω S.Ant.505, Pl.Prt.314d; ἐνικλείω A.R.2.1029
• Grafía: en pap. graf. ἐνκ-
• Morfología: [ép. aor. ἐνεκλήισσε Nonn.D.4.55]
I tr.
1 cerrar τὰς πύλας Hdt.l.c., (στόμα) E.Hec.1284, cf. AP 6.218.7 (Alc.Mess.), en v. pas. θύρα Pl.Prt.314d, cf. POxy.903.20 (IV d.C.).
2 encerrar, guardar εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος si el miedo no me encierra la lengua, e.d. no me paraliza la lengua S.Ant.505, cf. 180, (ἐμὸς ἄναξ) ἐγκλήισει πεδία πλόϊμα νόμασι ναύταις Tim.15.78, cf. Arist.Fr.509, en v. pas. χωρία ... ὑπὸ τῶν ὀρῶν ἐγκλειόμενα Str.11.10.1, τοῖς ἐγκλειομένοις χρυσῷ λίθοις con piedras engastadas en oro I.AI 8.139
en forma perifr. retener (ἀχράς) ἐγκλείσασ' ἔχει τὰ σιτία una pera silvestre retiene los alimentos e.d. produciendo estreñimiento, Ar.Ec.355, cf. Paus.8.28.4
almacenar οἰνάρια POxy.1673.3 (II d.C.), σῖτον POxy.3408.24 (IV d.C.), πυρόν Babr.140.7, χόρτον BGU 981.2.26 (I d.C.), en v. pas. δόμοις S.Tr.579, πάντα ... εἰς ταμεῖον SB 4425re.3.12 (III d.C.)
mec. encerrar, sujetar, fijar en v. pas. ὑπὸ πλαγίων ... ξύλων ... παρεξοχαῖς ἐγκλειόμενον Poliorc.234.15.
3 encerrar, confinar, recluir de pers. (τοῦτον) μοχλοῖσιν Ar.V.113, λιμῷ μιν κεῖν' ἦμαρ ἐνικλείσαντες habiéndole encerrado aquel día sin comer A.R.l.c., c. constr. de lugar τὴν Πασίφαν εἰς αὐτήν en la vaca, Palaeph.2, ἡμᾶς ἐπὶ τὸ δῶμα PSI 542.11 (II a.C., cf. BL 3.223), en v. pas. (ἑρκέων) ἐγκεκλῃμένοι S.Ai.1274, ἐν ταῖς φυλακαῖς ἐγκεκλεισμένοι puestos bajo custodia Plb.25.3.3, cf. D.Chr.67.5, PSI 953.37 (VI d.C.), ἐν τῇ πόλει D.S.18.13, ἐν τῷ δεσμωτηρ(ίῳ) PSI 953.59 (VI d.C.), ἐν αἰωνίῳ πυρί Iust.Phil.2Apol.8.3, βερέθρῳ Nonn.l.c., εἰς τὸ σωματικόν Plu.2.426b, ἔνδον Men.Th.22, Plu.2.1057d, Ἐγκλειόμεναι Las encerradas tít. de una comedia de Sotades, Ath.293a, por motivos relig. τὸ παστοφόριον ἐν ὧι ἐνκέκλειμαι en el culto de Serapis UPZ 5.4 (II a.C.), cf. PTeb.762.7 (III a.C.), en ámbito crist., Pall.H.Laus.35.2, Chrys.M.52.733, para producir enanismo κωλύει τῶν ἐγκεκλεισμένων τὰς αὐξήσεις Longin.44.5
en v. med. encerrar para sí, reservarse para uno mismo οὓς (θεηκόλους ὡραιοτάτους) ἐγκλεισάμενος Luc.Alex.41.
II intr. en v. med.-pas. encerrarse acogiéndose a sagrado, X.HG 6.5.9, LXX Ez.3.24.

German (Pape)

[Seite 708] (s. κλείω), ion. ἐγκληΐω, att. ἐγκλῄω, obgleich bei Soph. u. Plat. die Handschriften schwanken, einschließen, einsperren; δόμοις ἐγκεκλῃμένον (v.l. ἐγκεκλεισμένον) Soph. Tr. 576, wie Ai. 1253; τὰς πύλας ἐγκληΐσειε, verschließen, Her. 4, 78, wie ἐγκεκλῃμένης θύρας Plat. Prot. 314 d. – Med., sich einschließen, Xen. Hell. 6, 5, 9; ἑαυτόν, Luc. pro imag. 17; auch = bei sich einsperren, verborgen halten, Alex. 41. – Übertr., ἐκ φόβου τοι γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Soph. Ant. 180, wie εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄσοι φόβος 501; οὐκ ἐφέξετε στόμα; ἐγκλείετε Eur. Hec. 1284.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐνικλείω;
1 fermer devant, tenir fermé, fermer la bouche;
2 enfermer dans, tenir enfermé dans : δόμοις SOPH dans une maison ; εἰς τὸ σωματικόν PLUT dans l'enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;
Moy. ἐγκλείομαι;
1 s'enfermer, se tenir enfermé;
2 tr. tenir renfermé en soi.
Étymologie: ἐν, κλείω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκλείω: ион. ἐγκληΐω, стяж. ἐγκλῄω затворять, запирать (τὰς πύλας Her.; θύρα ἐγκεκλῃμένη Plat.; ἐγκεκλεισμένος δόμοις Soph. и ἐν τῇ πόλει Diod.): ἐγκεκλεισμένος εἰς τὸ σωματικόν Plut. воплощенный (досл. заключенный в тело); ἐ. στόμα (sc. τινί) Eur. закрывать кому-л. рот: γλῶσσαν ἐγκλεῖσαι Soph. держать язык за зубами; med. запираться (εἰς τὸν νεὼν καταφεύγοντες καὶ ἐγκλεισάμενοι Xen.) и запирать у себя, держать взаперти (τινα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλείω: Ἰων. ἐγκληΐω, Ἀττ. κλῄω, Ἐπ. ἐνικλείω Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1029· κλείω, ὅπως τὰς πύλας ἐγκλῃΐσειε Ἡρόδ. 4. 78· θύρα ἐγκεκλῃμένη Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. κατακλείω, κλείω ἐντός, περιορίζω, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (ἀντὶ ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) Σοφ. Αἴ. 1274· δόμοις ἐγκεκλῃμένος ὁ αὐτ. Τρ. 579: - καθόλου, κατακλείω, περιορίζω, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει ὁ αὐτ. Ἀντ. 180· εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος αὐτόθι 505· στόμα ἐγκλ. Εὐρ. Ἑκ. 1284. ΙΙΙ. Μέσ., κλείω ἐμαυτὸν ἐντός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 9. 2) ἐγκλείω μετ᾿ ἐμαυτοῦ, Λουκ. Ἀλέξ. 41.

Greek Monolingual

(AM ἐγκλείω
Α και ἐγκλῄω)
κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω
νεοελλ.
1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο
2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω.

Greek Monotonic

ἐγκλείω: Ιων. -κληΐω, Αττ. -κλῄω, μέλ. -κλείσω, Ιων. -κληΐσω·
I. κλείνω (τις πύλες), σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. κλείνω, περιορίζω εντός, — Παθ., ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (αντί ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος), σε Σοφ.· δόμοις ἐγκεκλῃμένος, στον ίδ.
2. γενικά, περιορίζω, γλῶσσαν ἐγκλῄσας, στον ίδ.
III. Μέσ., κλείνω τον εαυτό μου μέσα, κλείνομαι μέσα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ionic -κληΐω attic -κλῄω fut. -κλείσω ionic -κληΐσω
I. to shut in, close gates, Hdt., Plat.
II. to shut or confine within: Pass., ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (for ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένοσ), Soph.; δόμοις ἐγκεκλῃμένος Soph.
2. generally to confine, γλῶσσαν ἐγκλῄσας Soph.
III. Mid. to shut oneself up in, Xen.

Chinese

原文音譯:katakle⋯w 卡他-克累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-鎖
字義溯源:關鎖,關閉,監禁,囚禁,囚,收;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλείω)*=關)組成。比較: (κλείω)=關,關閉
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他⋯收(1) 路3:20;
2) 囚(1) 徒26:10

Léxico de magia

encerrar δήσας δέ τινα πανδέτην ἔγκλεισον εἰς οἶκον, καὶ ἔξω στὰς λέγε τὸν λόγον ἑξάκις ἢ ἑπτάκις οὕτως ata a alguien totalmente sujeto, enciérralo en una habitación y tú en pie desde fuera di la fórmula seis o siete veces así P XII 163