πυραμοῦς: Difference between revisions
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυραμοῦς -οῦντος, ὁ [~ πυρός] honingkoek; uitbr. prijs:. τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ | |elnltext=πυραμοῦς -οῦντος, ὁ [~ πυρός] [[honingkoek]]; uitbr. [[prijs]]:. [[τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς]] = [[want voor slimmigheid gaat de hoofdprijs naar ons]] Aristoph. Th. 94. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῡρᾰμοῦς:''' οῦντος ὁ досл. пирамунт (пшеничный пирог с медом, служивший премией), перен. приз Arph. | |elrutext='''πῡρᾰμοῦς:''' οῦντος ὁ досл. [[пирамунт]] (пшеничный пирог с медом, служивший премией), перен. приз Arph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:38, 10 December 2022
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, contr. fr. πυραμόεις, (πυρός) cake of roasted wheat and honey, Ephipp.8.3, cf. Trypho ap.Ath.3.114b; given to him who kept awake best during a παννυχίς, Call.Fr.2.6P.: hence, generally, meed of victory, prize, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς for stratagem 'we take the cake (or biscuit)', Ar.Th.94, cf. Eq.277.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, statt πυραμόεις, ein Kuchen von geröstetem Weizen mit Honig (Ath. III, 144 b, ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν), Ar. Equ. 277, den der bekam, welcher die Nacht über bei der παννυχίς wachend aushalten konnte; dah. Th. 94 τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς, in der List ist der Kuchen unser, d. i. bin ich des Sieges gewiß, vgl. Schol. zur Stelle und πυραμίς.
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
gâteau de miel et de farine.
Étymologie: πυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυραμοῦς -οῦντος, ὁ [~ πυρός] honingkoek; uitbr. prijs:. τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς = want voor slimmigheid gaat de hoofdprijs naar ons Aristoph. Th. 94.
Russian (Dvoretsky)
πῡρᾰμοῦς: οῦντος ὁ досл. пирамунт (пшеничный пирог с медом, служивший премией), перен. приз Arph.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾰμοῦς: οῦντος, ὁ, ἀντὶ πυραμόεις (πυρὸς) εἶδος πλακοῦντος ἐκ πεφρυγμένου σίτου καὶ μέλιτος, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 3, πρβλ. Ἀθήν. 114Β· ἐδίδοτο δὲ εἰς ἐκεῖνον ὅστις διέμενεν ἄγρυπνος ἐν παννυχίδι, Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C. 2) καθόλου τῆς νίκης τὸ ἆθλον, βραβεῖον, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ π., ὡς πρὸς τὰ στρατηγήματα εἰς ἡμᾶς ἁρμόζει τὸ βραβεῖον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 94, πρβλ. Ἱππ. 277.
Greek Monolingual
-οῦν
τος, ὁ, Α
1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι
2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας
3. άθλο νίκης, βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς (< πυραμόεις, με συναίρεση) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. πυραμίς με σημ. «είδος γλυκίσματος» με κατάλ. -όεις (βλ. λ. πυραμίδα)].
Greek Monotonic
πῡρᾰμοῦς: -οῦντος, ὁ, αντί πυραμόεις (πυρός), γλύκισμα φτιαγμένο από σιτάρι και μέλι που δινόταν ως βραβείο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πῡρᾰμοῦς, οῦντος, ὁ, πυρός
a cake of wheat and honey, given as a prize, Ar.