πείσμα: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το / πεῖσμα, ΝΜΑ [[πείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη και παράλογη [[επιμονή]] σε ορισμένη [[γνώμη]] ή [[ενέργεια]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[γινάτι]] («ας [[είναι]] καλά το [[πείσμα]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[πείσμα]] βγάζει [[πρήσμα]]» — η [[ισχυρογνωμοσύνη]] βλάπτει [[πάντοτε]] αυτόν που τήν έχει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθώ]], [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] («ἐὰν γὰρ τινι πεῖσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> «[[μετὰ]] πείσματος» — με [[πεποίθηση]].<br /> <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα χοντρά [[σχοινιά]] για την [[πρόσδεση]] ενός σκάφους σε μόνιμο [[αγκυροβόλιο]], κν. ρεμέντζο, [[σχοινί]] για [[ρεμιντζάρισμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[καραβόσχοινο]] που ξεκινά από την [[πρύμνη]] του πλοίου και με το οποίο το [[σκάφος]] προσδένεται σε [[μεγάλη]] [[πέτρα]] ή [[στήλη]] της παραλίας («[[πείσμα]] δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] ακάτου, [[καραβόσχοινο]]<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για οποιαδήποτε [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσμός]] («πᾱν πεῖσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> ο [[συζυγικός]] [[δεσμός]]<br /><b>6.</b> ο [[μίσχος]] του σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πένθ</i>-<i>σμα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-<i>ερός</i>, [[φάτνη]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>badhn</i><i>ā</i><i>mi</i> «[[δένω]]» και γοτθ. <i>bindan</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πενθερός]]). Με τη λ. [[πεῖσμα]] συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: «[[πάσμα]]<br /><i>ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) και «[[πέσμα]]<br /><i>ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἦρτηται</i>»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το / [[πεῖσμα]], ΝΜΑ [[πείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έντονη και παράλογη [[επιμονή]] σε ορισμένη [[γνώμη]] ή [[ενέργεια]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[γινάτι]] («ας [[είναι]] καλά το [[πείσμα]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[πείσμα]] βγάζει [[πρήσμα]]» — η [[ισχυρογνωμοσύνη]] βλάπτει [[πάντοτε]] αυτόν που τήν έχει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθώ]], [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] («ἐὰν γὰρ τινι πεῖσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> «[[μετὰ]] πείσματος» — με [[πεποίθηση]].<br /> <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα χοντρά [[σχοινιά]] για την [[πρόσδεση]] ενός σκάφους σε μόνιμο [[αγκυροβόλιο]], κν. ρεμέντζο, [[σχοινί]] για [[ρεμιντζάρισμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[καραβόσχοινο]] που ξεκινά από την [[πρύμνη]] του πλοίου και με το οποίο το [[σκάφος]] προσδένεται σε [[μεγάλη]] [[πέτρα]] ή [[στήλη]] της παραλίας («[[πείσμα]] δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] ακάτου, [[καραβόσχοινο]]<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για οποιαδήποτε [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσμός]] («πᾱν πεῖσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> ο [[συζυγικός]] [[δεσμός]]<br /><b>6.</b> ο [[μίσχος]] του σύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πένθ</i>-<i>σμα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]], [[συνάπτω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-<i>ερός</i>, [[φάτνη]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>badhn</i><i>ā</i><i>mi</i> «[[δένω]]» και γοτθ. <i>bindan</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πενθερός]]). Με τη λ. [[πεῖσμα]] συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: «[[πάσμα]]<br /><i>ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ [[φύλλον]]» (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) και «[[πέσμα]]<br /><i>ἐξ οὗ τὸ [[φύλλον]] ἦρτηται</i>»]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[stubbornness]]=== | |||
Arabic: عِنَاد; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Breton: pennegezh; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: tossuderia, entercament; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固, 固執, 固执; Czech: tvrdohlavost; Danish: stædighed; Dutch: [[halsstarrigheid]]; Faroese: treiskleiki, treiskni, tvørskapur; Finnish: itsepäisyys, jääräpäisyys; French: [[entêtement]]; German: [[Sturheit]]; Greek: [[πείσμα]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[γινάτι]]; Ancient Greek: [[ἀντιπαράταξις]], [[ἀτεραμνότης]], [[αὐθάδεια]], [[αὐθαδία]], [[σκληρότης]], [[τὸ ἀτειρές]], [[χαλεπότης]]; Hungarian: csökönyösség; Icelandic: þrjóska; Irish: ceanndánacht; Italian: [[cocciutaggine]], [[testardaggine]], [[ostinazione]]; Japanese: 頑固; Korean: 완고; Kashubian: ùpartosc; Latin: [[obstinatio]]; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Old English: ānwilnes; Polish: upór, upartość; Portuguese: [[teimosia]]; Romanian: încăpățânare; Russian: [[упрямство]], [[упорство]], [[твердолобость]], [[упёртость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: [[testarudez]], [[terquedad]], [[cerrazón]], [[cabezonería]]; Tagalog: kalig-inan, lig-in, baltik; Thai: ความดื้อรั้น; Turkish: inatçılık; Ukrainian: упертість | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 27 December 2022
Greek Monolingual
(I)
το / πεῖσμα, ΝΜΑ πείθω
νεοελλ.
1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου»)
2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» — η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει
μσν.-αρχ.
1. πειθώ, πεποίθηση, εμπιστοσύνη («ἐὰν γὰρ τινι πεῖσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)
2. «μετὰ πείσματος» — με πεποίθηση.
(II)
το, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα χοντρά σχοινιά για την πρόσδεση ενός σκάφους σε μόνιμο αγκυροβόλιο, κν. ρεμέντζο, σχοινί για ρεμιντζάρισμα
μσν.-αρχ.
1. το καραβόσχοινο που ξεκινά από την πρύμνη του πλοίου και με το οποίο το σκάφος προσδένεται σε μεγάλη πέτρα ή στήλη της παραλίας («πείσμα δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», Ομ. Οδ.)
2. σχοινί ακάτου, καραβόσχοινο
3. σχοινί για οποιαδήποτε χρήση
4. μτφ. δεσμός («πᾱν πεῖσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)
5. ο συζυγικός δεσμός
6. ο μίσχος του σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖσμα (< πένθ-σμα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhendh- «δένω, συνδέω, συνάπτω» (πρβλ. πενθ-ερός, φάτνη) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. badhnāmi «δένω» και γοτθ. bindan (βλ. και λ. πενθερός). Με τη λ. πεῖσμα συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: «πάσμα
ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον» (συνεσταλμένη βαθμίδα) και «πέσμα
ἐξ οὗ τὸ φύλλον ἦρτηται»].
Translations
stubbornness
Arabic: عِنَاد; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Breton: pennegezh; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: tossuderia, entercament; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固, 固執, 固执; Czech: tvrdohlavost; Danish: stædighed; Dutch: halsstarrigheid; Faroese: treiskleiki, treiskni, tvørskapur; Finnish: itsepäisyys, jääräpäisyys; French: entêtement; German: Sturheit; Greek: πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι; Ancient Greek: ἀντιπαράταξις, ἀτεραμνότης, αὐθάδεια, αὐθαδία, σκληρότης, τὸ ἀτειρές, χαλεπότης; Hungarian: csökönyösség; Icelandic: þrjóska; Irish: ceanndánacht; Italian: cocciutaggine, testardaggine, ostinazione; Japanese: 頑固; Korean: 완고; Kashubian: ùpartosc; Latin: obstinatio; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Old English: ānwilnes; Polish: upór, upartość; Portuguese: teimosia; Romanian: încăpățânare; Russian: упрямство, упорство, твердолобость, упёртость; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: testarudez, terquedad, cerrazón, cabezonería; Tagalog: kalig-inan, lig-in, baltik; Thai: ความดื้อรั้น; Turkish: inatçılık; Ukrainian: упертість