σχετήριον: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σχετήριον -ου, τό [ἔχω] middel (tegen iets):. λιμοῦ σ. middel tegen honger Eur. Cycl. 135.
|elnltext=σχετήριον -ου, τό [ἔχω] middel (tegen iets):. λιμοῦ σ. middel tegen honger Eur. Cycl. 135.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχετήριον]], ου, τό, [[σχεῖν]]<br />a [[check]], [[remedy]], λιμοῦ [[against]] [[hunger]], Eur.
|mdlsjtxt=[[σχετήριον]], ου, τό, [[σχεῖν]]<br />a [[check]], [[remedy]], λιμοῦ [[against]] [[hunger]], Eur.
}}
{{trml
|trtx====[[remedy]]===
Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: [[remedie]]; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: [[remède]]; Galician: remedio; German: [[Heilmittel]]; Greek: [[γιατρικό]]; Ancient Greek: [[ἀδιουτώριον]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἄκεστρον]], [[ἄκημα]], [[ἄκος]], [[ἀλαλκτήριον]], [[ἀλέα]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήριον]], [[ἀλέξιον]], [[ἀλεξιφάρμακον]], [[ἀλθεστήρια]], [[ἄλθος]], [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήριον]], [[ἀλκτήριον φάρμακον]], [[ἀντίδοτον]], [[ἀντίλυτρον]], [[ἀντιπάθιον]], [[ἀντίτομον]], [[ἁρμονία]], [[ἀφορμία]], [[βοήθημα]], [[βοήθησις]], [[δύναμις]], [[ἐγκυητήριον]], [[ἔλαρ]], [[ἐξάλειπτρον]], [[εὕρεμα]], [[εὕρημα]], [[ἴαμα]], [[ἴασις]], [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἴημα]], [[ἴησις]], [[ἰητρεῖον]], [[μῆχος]], [[παρηγόρημα]], [[σχετήριον]], [[τέκμαρ]], [[τέκμωρ]], [[τὸ ἀλεξητήριον]], [[τὸ ἀντιπαθές]], [[τὸ ἄρκιον]], [[τὸ βοηθηματικόν]], [[φαρμακεία]], [[φαρμάκευμα]], [[φαρμάκιον]], [[φάρμακον]], [[χραισμήϊον]], [[χραίσμημα]], [[χραίσμησις]]; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: [[rimedio]], [[medicamento]]; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: [[remedium]]; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: [[remédio]]; Romanian: remediu; Russian: [[лекарство]], [[средство]]; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: [[remedio]]; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde
}}
}}

Revision as of 14:53, 12 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετήριον Medium diacritics: σχετήριον Low diacritics: σχετήριον Capitals: ΣΧΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: schetḗrion Transliteration B: schetērion Transliteration C: schetirion Beta Code: sxeth/rion

English (LSJ)

τό, check, remedy, λιμοῦ against hunger, E.Cyc.135; astringent, Orib.9.43.11.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
moyen d'arrêter, de calmer, remède contre, gén..
Étymologie: σχεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχετήριον -ου, τό [ἔχω] middel (tegen iets):. λιμοῦ σ. middel tegen honger Eur. Cycl. 135.

Russian (Dvoretsky)

σχετήριον: τό способ унять, задерживающее средство: λιμοῦ σ. Eur. средство утолить голод.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)
2. είδος στυπτικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον). Για τη σημ. του τ. βλ. λ. σχετέος.

Greek Monotonic

σχετήριον: τό (σχεῖν), μέσο αναχαίτισης, θεραπεία, αντίδοτο, λιμοῦ, λέγεται για την πείνα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχετήριον: τό, τὸ μέσον δι’ οὗ ἀναχαιτίζεταί τι, θεραπεία, ἀντιφάρμακον, ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον, εὐχάριστον ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς πείνης, Εὐρ. Κύκλ. 135.

Middle Liddell

σχετήριον, ου, τό, σχεῖν
a check, remedy, λιμοῦ against hunger, Eur.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τέκμαρ, τέκμωρ, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde