mujeril: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[γυναικεῖος]], [[ | |sltx=[[ἁβρόβιος]], [[ἁβρός]], [[αἰσχροπαθής]], [[ἀνδρογύναιος]], [[ἀνδρογύνης]], [[ἀνδρόγυνος]], [[ἁπαλός]], [[ἀπομάλακος]], [[βακέλας]], [[βάκηλος]], [[βάναυσος]], [[γύναιος]], [[γυναικάνηρ]], [[γυναικεῖος]], [[γυναικηρός]], [[γυναικίας]], [[γυναικικός]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικόμιμος]], [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπαθής]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικώδης]], [[γύννις]], [[διακεκλασμένος]], [[διονῦς]], [[ἐκτεθηλυμμένος]], [[θηλυδρίας]], [[θηλυδρίης]], [[θηλυδριῶδες]], [[θηλυδριώδης]], [[θηλυκῶδες]], [[θηλυκώδης]], [[θηλύμορφος]], [[θηλύνους]], [[θηλύφρων]], [[θηλύψυχος]], [[θρυπτικός]], [[Ἰωνικός]], [[κατακεκλασµένος]], [[κατατεθηλυμμένος]], [[κατεαγός]], [[κατεαγώς]], [[μαλακός]], [[μαλακόσωμος]], [[μαλθακός]], [[μαλθάκων]], [[μεῖραξ]], [[μόλθακος]], [[ὄλολυς]], [[σαβακός]], [[σαλμακίς]], [[Σαλμακίς]], [[τρυφερόβιος]], [[τρυφερός]], [[τρυφῶν]], [[ὑπόθηλυς]], [[χλιδανός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:07, 23 March 2023
Spanish > Greek
ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γύναιος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός