τοκετός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] ([[πρβλ]]. [[παγετός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:08, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκετός Medium diacritics: τοκετός Low diacritics: τοκετός Capitals: ΤΟΚΕΤΟΣ
Transliteration A: toketós Transliteration B: toketos Transliteration C: toketos Beta Code: toketo/s

English (LSJ)

ὁ, = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA748b22; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31; τοκετῶν βάσανος AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τόκος, 1) Geburt, Niederkunft; Arist. gen. an. 2, 8; Leon. Tar. 71 (VII, 163). – 2) das Geborene, Agath. prooem. Anth. (IV, 3, 64).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 enfantement;
2 enfant, rejeton.
Étymologie: τόκος.

Russian (Dvoretsky)

τοκετός: ὁ тж. pl. роды Arst.: ἡ τοκετῶν βάσανος Anth. родовые муки.

Greek (Liddell-Scott)

τοκετός: -οῦ, ὁ, γέννα, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 282, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 8, 21, κπλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., τοκετῶν βάσανος Ἀνθ. Π. 9. 311. ΙΙ. τὸ γεννώμενον, γιγαντείου τοκετοῖο Ἀγαθίου Σχολαστικοῦ Προοίμ. ἐν Ἀνθ. Παλ. 4. 3, 64. 2) μεταφορ., κέρδος, ὠφέλεια, Ἰγνάτ. πρὸς Ρωμ. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γέννηση, γέννα
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) το σύνολο τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως αποτέλεσμα την έξοδο του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές οδούς της μητέρας μετά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
2. φρ. α) «προκλητός τοκετός»
ιατρ. τοκετός που προκαλείται τεχνητά πριν από την αυτόματη έναρξη τών ωδινών, με συντηρητικά μέσα, συνήθως με χορήγηση ορμονών, ή εγχειρητικώς, με μηχανική διαστολή του τραχήλου ή ρήξη του θυλακίου
β) «πρόωρος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρόωρος
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρώιμος
δ) «φυσικός τοκετός»
ιατρ. σχετικά ανώδυνος τοκετός ως αποτέλεσμα προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός)].

Greek Monotonic

τοκετός: -οῦ, ὁ, = τόκος, γέννα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τοκετός, οῦ, ὁ, = τοκός]
birth, delivery, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γέννα). Ἀπό τό τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.