ἴδρις: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἴδρις:''' <b class="num">II</b> ἡ предусмотрительное или искусное (насекомое), т. е. муравей (ἴ. σωρὸν ἀμᾶται Hes.).<br />εως, ион. ιος adj. знающий, сведущий, искусный, опытный ([[καλῶν]] Pind.; παντοίης ἀρετῆς ἐν πολέμῳ [[Simonides]] ap. Plut.; πάσης γεωγραφίης Anth.): περὶ πάντων ἴδριες [[ἀνδρῶν]] [[νῆα]] [[ἐλαυνέμεν]] Hom. (феакиицы), искуснейшие из всех в управлении кораблем; ἴ. μάχης Aesch. опытный боец; κακῶν πολλῶν ἴ. Eur. (Медея), искусная в разнообразных злодеяниях; κατὰ γνώμην ἴ. Soph. правильно понимающий; οὐδὲν ἴ. Soph. ни о чем не знающий, ничего не подозревающий. | |elrutext='''ἴδρις:''' <b class="num">II</b> ἡ [[предусмотрительное или искусное]] (насекомое), т. е. муравей (ἴ. σωρὸν ἀμᾶται Hes.).<br />εως, ион. ιος adj. знающий, сведущий, искусный, опытный ([[καλῶν]] Pind.; παντοίης ἀρετῆς ἐν πολέμῳ [[Simonides]] ap. Plut.; πάσης γεωγραφίης Anth.): περὶ πάντων ἴδριες [[ἀνδρῶν]] [[νῆα]] [[ἐλαυνέμεν]] Hom. (феакиицы), искуснейшие из всех в управлении кораблем; ἴ. μάχης Aesch. опытный боец; κακῶν πολλῶν ἴ. Eur. (Медея), искусная в разнообразных злодеяниях; κατὰ γνώμην ἴ. Soph. правильно понимающий; οὐδὲν ἴ. Soph. ни о чем не знающий, ничего не подозревающий. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 11 May 2023
English (LSJ)
gen. ἴδριος, Att. ἴδρεως, ὁ, ἡ, neut. ἴδρι: voc. A ἴδρι AP9.559 (Crin.), prob. in ib.6.182 (Alex. Magnes.): pl. ἴδριες; also ἴδριδα S.Fr.1056, ἴδριδες Phryn.Com.90 (= Phryn.Trag.22), cf. πολυ-ίδριδι Sapph.166 (but these forms are censured by Hdn.Gr.2.40): (οἶδα):— poet. Adj. experienced, knowing, skilful, ἀνὴρ ἴδρις Od.6.233: c. inf., ἴδριες . . νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν 7.108: c. gen.rei, πόνου καὶ ὀϊζύος Hes.Sc.351; καλῶν Pi.O.1.104; ἔργων Archil.39, cf.A.Ag.446(lyr.), S.El.608, Ichn.124, Call.Jov.74, etc.: in late Prose, ἴ. τῶν οὐρανίων Vett.Val.4.19: with Preps., κατὰ γνώμαν ἴδρις S.OT1087 (lyr.); οὐδὲν ἴδρις Id.OC525 (lyr.); ἐν πολέμοισι D.P.857. 2 as substantive, the provident one, i.e. the ant, Hes.Op.778.
German (Pape)
[Seite 1238] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 (οἶδα, ἴδμεν); kundig, erfahren; ἀνὴρ ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν ἴδρις Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην ἴδρις O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist ἴδρις die Ameise, die Vorbedächtige.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν ἴδρις SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.
Étymologie: R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.
Russian (Dvoretsky)
ἴδρις: II ἡ предусмотрительное или искусное (насекомое), т. е. муравей (ἴ. σωρὸν ἀμᾶται Hes.).
εως, ион. ιος adj. знающий, сведущий, искусный, опытный (καλῶν Pind.; παντοίης ἀρετῆς ἐν πολέμῳ Simonides ap. Plut.; πάσης γεωγραφίης Anth.): περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν νῆα ἐλαυνέμεν Hom. (феакиицы), искуснейшие из всех в управлении кораблем; ἴ. μάχης Aesch. опытный боец; κακῶν πολλῶν ἴ. Eur. (Медея), искусная в разнообразных злодеяниях; κατὰ γνώμην ἴ. Soph. правильно понимающий; οὐδὲν ἴ. Soph. ни о чем не знающий, ничего не подозревающий.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδρις: γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, οἶδα) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, εἰδήμων, ἴδρις ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην ἴδρις Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν ἴδρις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) ἴδρις, μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ προνοητικός, δηλ. ὁ μύρμηξ (ὡς ἐν στ. 522, ἀνόστεος, ὁ ἄνευ ὀστῶν, δηλ. ὁ πολύπους 569, φερέοικος, ὁ τὸ οἴκημα μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ κοχλίας): πρβλ. ἀνθεμουργός.
English (Autenrieth)
(ϝιδρ.): knowing, skilled, skilful. w. inf., Od. 7.108. (Od.)
English (Slater)
ἴδρις (ϝίδ-.) acquainted with c. gen. ξένον καλῶν τε ἴδριν (O. 1.104)
Greek Monolingual
ἴδρις, -ι (Α)
1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.)
2. ως ουσ. α) ο προνοητικός
β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< Fιδ-ρις) αποτελεί παρ. του ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (F)ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. νορβηγικό τ. vitr «έξυπνος»].
Greek Monotonic
ἴδρις: γεν. ἴδριος, Αττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, ουδ. ἴδρι, κλητ. ἴδρι, πληθ. ἴδριες (ἴδμεν)·
1. έμπειρος, ειδήμων, ικανός, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· με απαρ., γνωρίζοντας (κανείς) πώς να πράξει, σε Ομήρ. Οδ.
2. ἴδρις, μόνο στο «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου (στ. 776), προνοητικός, δηλ. το μυρμήγκι, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Meaning: expert
See also: s. οἶδα.
Middle Liddell
ἴδμεν II]
1. experienced, knowing, skilful, Od.; c. gen. rei, Hes., Trag., etc.; c. inf. knowing how to do, Od.
2. ἴδρις alone, the provident one, i. e. the ant, Hes.
Frisk Etymology German
ἴδρις: {ídris}
Meaning: kundig
See also: s. οἶδα.
Page 1,710