ρύμα: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ύματος, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρύμα]].<br /> <b>(II)</b><br />-ύματος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] ή και [[σωτηρία]]<br /><b>2.</b> [[προπύργιο]] («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [[[θάνατος]]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ῥύματα</i><br />τα βοηθήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥύ</i>- του <i>ἔρυμαι</i> «[[σώζω]], [[προστατεύω]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (ΙΙ)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τμή</i>-<i>μα</i>)].<br /> <b>(III)</b><br />-ατος, τὸ, (Α, [[ῥύμα]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ρέει, το [[ρεύμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. τ. της λ. [[ῥεῦμα]] που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥύ</i>-<i>αξ</i>, <i>ῥύ</i>-<i>σις</i>)].<br /> <b>(IV)</b><br />το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] κατάλληλο για [[ρυμούλκηση]], [[παλαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. [[είναι]] το [[τόξο]] («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους «λόγχης [[ἰσχύς]]», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)<br /><b>2.</b> το [[διάστημα]], η [[απόσταση]] που διατρέχει το [[τόξευμα]], ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i> του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρά</i>-<i>μα</i>, <i>κύ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ύματος, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρύμα]].<br /> <b>(II)</b><br />-ύματος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] ή και [[σωτηρία]]<br /><b>2.</b> [[προπύργιο]] («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν ([[θάνατος]])», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ῥύματα</i><br />τα βοηθήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥύ</i>- του <i>ἔρυμαι</i> «[[σώζω]], [[προστατεύω]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (ΙΙ)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[τμήμα]])].<br /> <b>(III)</b><br />-ατος, τὸ, (Α, [[ῥύμα]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ρέει, το [[ρεύμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. τ. της λ. [[ῥεῦμα]] που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]])].<br /> <b>(IV)</b><br />το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] κατάλληλο για [[ρυμούλκηση]], [[παλαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. [[είναι]] το [[τόξο]] («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους «λόγχης [[ἰσχύς]]», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)<br /><b>2.</b> το [[διάστημα]], η [[απόσταση]] που διατρέχει το [[τόξευμα]], ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i> του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> [[δράμα]], [[κύμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

(I)
-ύματος, τὸ, Α
βλ. ρύμα.
(II)
-ύματος, τὸ, Α
1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία
2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν (θάνατος)», Αισχύλ.)
3. στον πληθ. τὰ ῥύματα
τα βοηθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ- του ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)] + κατάλ. -μα (πρβλ. τμήμα)].
(III)
-ατος, τὸ, (Α, ῥύμα)
1. καθετί που ρέει, το ρεύμα
2. ο ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. της λ. ῥεῦμα που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις)].
(IV)
το / ῥῡμα, -ύματος, ΝΑ
ναυτ. σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση, παλαμάρι
αρχ.
1. αυτό που σύρεται, όπως λ.χ. είναι το τόξο («τόξου ῥῡμα» — οι Πέρσες τοξότες, σε αντιδιαστολή προς τους «λόγχης ἰσχύς», που ήταν οι λογχοφόροι Έλληνες, Αισχύλ)
2. το διάστημα, η απόσταση που διατρέχει το τόξευμα, ώσπου να πλήξει τον στόχο του («πεζὸν ἂν διώκων καταλαμβάνοι ἐκ τόξου ῥύματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μα (πρβλ. δράμα, κύμα)].