σολοικισμός: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "distd." to "distinguished")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Czech: solecizmus;" to "Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme;")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=soloikismos
|Transliteration C=soloikismos
|Beta Code=soloikismo/s
|Beta Code=soloikismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">incorrectness in the use of language, solecism</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>173b17</span>; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.<span class="title">Rh.</span>1.159 S., cf. Plu.2.731f, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>23</span>; but [[βαρβαρισμός]], incorrectness in the use of words, is distinguished fr. σολ., [[incorrectness in the construction of sentences]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>198.8</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.159 S. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of incorrect reasoning, <b class="b3">περὶ σολοικισμῶν</b>, title of work by Chrysippus, <span class="title">Stoic.</span>2.6; cf.foreg. 1.2. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[awkwardness]], Plu.2.520b (pl.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[incorrectness in the use of language]], [[solecism]], Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but [[βαρβαρισμός]], [[incorrectness in the use of words]], is distinguished from [[σολοικισμός]], [[incorrectness in the construction of sentences]], A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.<br><span class="bld">2</span> of [[incorrect]] [[reasoning]], περὶ σολοικισμῶν, title of work by [[Chrysippus]], Stoic.2.6; cf. [[σολοικίζω]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> [[awkwardness]], Plu.2.520b (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[faute contre les règles du langage]], [[solécisme]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[faute contre les règles de la bienséance]], [[maladresse]], [[gaucherie]].<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σολοικισμός -οῦ, [[σολοικίζω]] [[incorrect taalgebruik]], [[taalfout]], [[solecisme]]; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br /><b>1</b> faute contre les règles du langage, solécisme;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.<br />'''Étymologie:''' [[σολοικίζω]].
|elrutext='''σολοικισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[языковая погрешность]], [[ошибка в речи]] Arst., Plut., Luc., Sext.;<br /><b class="num">2</b> грам. [[синтаксическая ошибка]], [[солецизм]] (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);<br /><b class="num">3</b> [[непристойность]], [[грубость]] Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σολοικισμός:''' ὁ, [[συντακτικό]] [[λάθος]] στη [[χρήση]] της γλώσσας, [[σολοικισμός]], [[ασυνταξία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σολοικισμός:''' ὁ, [[συντακτικό]] [[λάθος]] στη [[χρήση]] της γλώσσας, [[σολοικισμός]], [[ασυνταξία]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σολοικισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> языковая погрешность, ошибка в речи Arst., Plut., Luc., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> грам. синтаксическая ошибка, солецизм (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);<br /><b class="num">3)</b> непристойность, грубость Plut., Luc.
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=σολοικισμός -οῦ, [σολοικίζω] incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σολοικισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σολοικίζω]]<br />incorrectness in the use of [[language]], a [[solecism]], Luc.
|mdlsjtxt=[[σολοικισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σολοικίζω]]<br />incorrectness in the use of [[language]], a [[solecism]], Luc.
}}
{{trml
|trtx====[[solecism]]===
Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن‎; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: [[incorrect taalgebruik]], [[taalfout]], [[solecisme]]; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: [[solécisme]]; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: [[Solözismus]], [[Sprachschnitzer]], [[Sprachsünde]]; Greek: [[σολοικισμός]]; Ancient Greek: [[σολοικισμός]]; Hebrew: סוֹלְסִיזְם‎; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: [[solecismo]]; Japanese: 文法違反; Latin: [[stribligo]]; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: [[solecismo]], [[cacologia]]; Romanian: solecism; Russian: [[солецизм]]; Spanish: [[solecismo]]; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικισμός Medium diacritics: σολοικισμός Low diacritics: σολοικισμός Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: soloikismós Transliteration B: soloikismos Transliteration C: soloikismos Beta Code: soloikismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distinguished from σολοικισμός, incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.
2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf. σολοικίζω 1.2.
II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 faute contre les règles du langage, solécisme;
2 p. anal. faute contre les règles de la bienséance, maladresse, gaucherie.
Étymologie: σολοικίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σολοικισμός -οῦ, ὁ σολοικίζω incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; vaak in de manier waarop woorden gecombineerd worden.

Russian (Dvoretsky)

σολοικισμός:
1 языковая погрешность, ошибка в речи Arst., Plut., Luc., Sext.;
2 грам. синтаксическая ошибка, солецизм (в отличие от βαρβαρισμος, т. е. ошибки лексической);
3 непристойность, грубость Plut., Luc.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση της γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων της γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών συνθηκών επικοινωνίας
2. αγενής συμπεριφορά, αγροίκος τρόπος
νεοελλ.
απρέπεια
αρχ.
φρ. «Περὶ σολοικισμῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σολοικίζω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. soloecismus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. solecisme)].

Greek Monotonic

σολοικισμός: ὁ, συντακτικό λάθος στη χρήση της γλώσσας, σολοικισμός, ασυνταξία, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.

Middle Liddell

σολοικισμός, οῦ, ὁ, [from σολοικίζω
incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.

Translations

solecism

Afrikaans: Solesisme; Arabic: لَحْن‎; Bulgarian: солецизъм, граматична грешка; Catalan: solecisme; Czech: solecizmus; Dutch: incorrect taalgebruik, taalfout, solecisme; Esperanto: solecismo; Estonian: solötsism, kõnevääratus, väärsamm; Finnish: tyylivirhe; French: solécisme; Georgian: სოლეციზმი, ბარბარიზმი; German: Solözismus, Sprachschnitzer, Sprachsünde; Greek: σολοικισμός; Ancient Greek: σολοικισμός; Hebrew: סוֹלְסִיזְם‎; Ido: solecismo; Irish: dearmad gramadaí; Italian: solecismo; Japanese: 文法違反; Latin: stribligo; Polish: solecyzm, uchybienie gramatyczne; Portuguese: solecismo, cacologia; Romanian: solecism; Russian: солецизм; Spanish: solecismo; Swedish: solecism; Turkish: aykırıcılık; Ukrainian: солецизм