πότημα: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(6_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πότημᾰ | ||
|Medium diacritics=πότημα | |Medium diacritics=πότημα | ||
|Low diacritics=πότημα | |Low diacritics=πότημα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potima | |Transliteration C=potima | ||
|Beta Code=po/thma | |Beta Code=po/thma | ||
|Definition=(A), ατος, τό, < | |Definition=(A), -ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[flight]], A.''Eu.''250 ([[πωτήμασι]] codd.).<br /><br />(B), -ατος, τό, ([[πίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], Hp.''Aff.''18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.''Fr.''50 (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[pill]], Paul.Aeg.3.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πόμα]].<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πότημα:''' ατος τό Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[πώτημα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πότημα''': [[πτῆσις]], ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, [[διότι]] οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε [[ποτάομαι]], οὐχὶ πωτ-. | |lstext='''πότημα''': [[πτῆσις]], ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, [[διότι]] οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε [[ποτάομαι]], οὐχὶ πωτ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. [[τρόφημα]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πότημα:''' -ατος, τό ([[ποτάομαι]]), [[πτήση]], σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πότημα]], ατος, τό, [[ποτάομαι]]<br />a [[flight]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), -ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
(B), -ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.).
II pill, Paul.Aeg.3.20.
German (Pape)
[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
Russian (Dvoretsky)
πότημα: ατος τό Aesch. v.l. = πώτημα.
Greek (Liddell-Scott)
πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.
Greek Monolingual
(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφημα)].
Greek Monotonic
πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.