δίωγμα: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diogma | |Transliteration C=diogma | ||
|Beta Code=di/wgma | |Beta Code=di/wgma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[pursuit]], [[chase]], A.Eu.139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); [[δίωγμα πώλων]], = [[τοὺς διώκοντας πώλους]], E. Or.988; ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20; δίωγμα [[ξιφοκτόνος|ξιφοκτόνον]], i.e. the [[sword]], ib.354; τὰ πλούτου διώγματα = [[eager]] [[pursuit]] of [[wealth]], Pl.Plt.310b.<br><span class="bld">II</span> [[that which is chased]], X. Cyn.3.9.<br><span class="bld">III</span> a [[secret]] [[rite]] in the [[Thesmophoria]], [[from which men were driven away]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[persecución]], [[ἁλώσιμος]] ναῦς διώγμασιν [[nave]] [[fácil]] de [[capturar]] con persecuciones</i> E.<i>Hel</i>.1623, ὑπ' αἰετοῦ δ. φεύγων E.<i>Hel</i>.21, c. gen. obj. ξιφοκτόνον δ. λαιμορρύτου σφαγᾶς = [[mortal]] [[persecución]] por la [[espada]] de un degüello que chorrea [[sangre]] de la [[garganta]]</i> E.<i>Hel</i>.354, c. adj. μάραινε δευτέροις διώγμασιν a Orestes, A.<i>Eu</i>.139, πωλικοῖς διώγμασιν con persecuciones a [[caballo]]</i> E.<i>Andr</i>.992, διώγμασιν ἠεροφοίτοις de la Noche, Orph.<i>H</i>.3.9.4<br /><b class="num">•</b>en cont. bélicos o tácticos, Plb.3.45.3, 11.15.5, en plu. op. [[συμπλοκαί]] ‘[[combat]]es', Onas.10.6, c. gen. obj. τῶν προειρημένων Plb.1.34.9, τῶν ὑπεναντίων Plb.5.86.1, fig. τὰ μὲν πλούτου καὶ δυνάμεων ... διώγματα Pl.<i>Plt</i>.310b<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. ἵππων διώγματα carreras de caballos</i>, <i>CEG</i> 888.15 (Janto IV a.C.), τράγων διώγματα Longus 3.13.2, fig. ποτανὸν μὲν δ. πώλων alada [[carrera]] de caballos</i> ref. a Pélope, E.<i>Or</i>.988.<br /><b class="num">2</b> [[persecución]] [[ritual]] secreta en las Tesmoforias por parte de las mujeres, Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[lo que se persigue]], [[presa]], [[caza]] πολλαὶ δὲ τὰ διώγματα ἀφιεῖσαι X.<i>Cyn</i>.3.9. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = [[δίωξις]], das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0648.png Seite 648]] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = [[δίωξις]], das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />poursuite ; <i>au plur.</i> πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />poursuite ; <i>au plur.</i> πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''δίωγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[предмет охоты]], дичь Xen.: ξιφοκτόνον δ. Eur. пораженная мечом жертва;<br /><b class="num">2</b> тж. pl. [[преследование]], [[погоня]] Aesch., Polyb.: πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня; τὰ πλούτου διώγματα Plat. погоня за богатством. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δίωγμα''': τό, ([[διώκω]]) [[καταδίωξις]], [[κυνήγιον]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ [[ξίφος]], [[αὐτόθι]] 354· τὰ πλούτου διώγματα, [[πρόθυμος]] [[ἐπιδίωξις]] τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ [[θήραμα]], Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. [[μυστηριώδης]] τελετὴ κατὰ τὰ [[θεσμοφόρια]], ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM διωγμό, Μ και [[διώγμα]]) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> [[καταδίωξη]], [[κυνήγημα]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της καταδιώξεως, το [[θήραμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα) [[εκδίωξη]], [[αποπομπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλαγή]] σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />μυστική [[τελετή]] στη [[διάρκεια]] τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους άντρες. | |mltxt=το (AM διωγμό, Μ και [[διώγμα]]) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> [[καταδίωξη]], [[κυνήγημα]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της καταδιώξεως, το [[θήραμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα) [[εκδίωξη]], [[αποπομπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλαγή]] σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />μυστική [[τελετή]] στη [[διάρκεια]] τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους άντρες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίωγμα:''' -ατος, τό ([[διώκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καταδίωξη]], [[κυνηγητό]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που καταδιώκεται, «[[θήραμα]]», σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>n</i> [[διώκω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[pursuit]], [[chase]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] is [[chased]], "the [[chase]], " Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A pursuit, chase, A.Eu.139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); δίωγμα πώλων, = τοὺς διώκοντας πώλους, E. Or.988; ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20; δίωγμα ξιφοκτόνον, i.e. the sword, ib.354; τὰ πλούτου διώγματα = eager pursuit of wealth, Pl.Plt.310b.
II that which is chased, X. Cyn.3.9.
III a secret rite in the Thesmophoria, from which men were driven away, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1persecución, ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν nave fácil de capturar con persecuciones E.Hel.1623, ὑπ' αἰετοῦ δ. φεύγων E.Hel.21, c. gen. obj. ξιφοκτόνον δ. λαιμορρύτου σφαγᾶς = mortal persecución por la espada de un degüello que chorrea sangre de la garganta E.Hel.354, c. adj. μάραινε δευτέροις διώγμασιν a Orestes, A.Eu.139, πωλικοῖς διώγμασιν con persecuciones a caballo E.Andr.992, διώγμασιν ἠεροφοίτοις de la Noche, Orph.H.3.9.4
•en cont. bélicos o tácticos, Plb.3.45.3, 11.15.5, en plu. op. συμπλοκαί ‘combates', Onas.10.6, c. gen. obj. τῶν προειρημένων Plb.1.34.9, τῶν ὑπεναντίων Plb.5.86.1, fig. τὰ μὲν πλούτου καὶ δυνάμεων ... διώγματα Pl.Plt.310b
•c. gen. subjet. ἵππων διώγματα carreras de caballos, CEG 888.15 (Janto IV a.C.), τράγων διώγματα Longus 3.13.2, fig. ποτανὸν μὲν δ. πώλων alada carrera de caballos ref. a Pélope, E.Or.988.
2 persecución ritual secreta en las Tesmoforias por parte de las mujeres, Hsch.
II lo que se persigue, presa, caza πολλαὶ δὲ τὰ διώγματα ἀφιεῖσαι X.Cyn.3.9.
German (Pape)
[Seite 648] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = δίωξις, das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
poursuite ; au plur. πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.
Étymologie: διώκω.
Russian (Dvoretsky)
δίωγμα: ατος τό
1 предмет охоты, дичь Xen.: ξιφοκτόνον δ. Eur. пораженная мечом жертва;
2 тж. pl. преследование, погоня Aesch., Polyb.: πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня; τὰ πλούτου διώγματα Plat. погоня за богатством.
Greek (Liddell-Scott)
δίωγμα: τό, (διώκω) καταδίωξις, κυνήγιον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ ξίφος, αὐτόθι 354· τὰ πλούτου διώγματα, πρόθυμος ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. μυστηριώδης τελετὴ κατὰ τὰ θεσμοφόρια, ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) διώκω
1. καταδίωξη, κυνήγημα
2. το αντικείμενο της καταδιώξεως, το θήραμα
μσν.- νεοελλ.
(για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή
μσν.
αλλαγή σελήνης
αρχ.
μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους άντρες.
Greek Monotonic
δίωγμα: -ατος, τό (διώκω),·
I. καταδίωξη, κυνηγητό, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. αυτό που καταδιώκεται, «θήραμα», σε Ξεν.
Middle Liddell
n διώκω
I. a pursuit, chase, Aesch., Eur.
II. that which is chased, "the chase, " Xen.