κλῶνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klonos
|Transliteration C=klonos
|Beta Code=klw=nos
|Beta Code=klw=nos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ramus</b>, Gloss.</span>
|Definition=[[ramus]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (AM [[κλών]], -ωνός, Μ και [[κλώνος]])<br />[[κλάδος]], [[κλωνάρι]] («[[οὔπω]] χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[πληθυσμός]] γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο [[άτομο]] με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλών]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάων</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]». Ο τ. <i>κλῶ</i>-<i>νος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλωνί]], υποκορ. του [[κλών]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ταυρί]]: [[ταῦρος]], [[καπρί]]: [[κάπρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλωνάρι]](<i>ον</i>), [[κλωνί]](<i>ον</i>), [[κλωνίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλωνίζω]], [[κλωνίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλώναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωνίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωνοκοπώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κλωνοφορώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλωνανθής]], [[κλωνοβλάστημα]], [[κλωνόγυρτος]], [[κλωνοειδής]]. (Β συνθετικό) α) -[[κλων]]: <b>αρχ.</b> <i>άκλων</i>, <i>μονόκλων</i>. β) -κλωνος: [[μονόκλωνος]], [[πολύκλωνος]], [[τρίκλωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύκλωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκλωνος]], <i>γυρτόκλωνος</i>, [[δίκλωνος]], [[εξάκλωνος]], [[μυριόκλωνος]], [[τετράκλωνος]], [[υψίκλωνος]]].
|mltxt=ὁ (AM [[κλών]], -ωνός, Μ και [[κλώνος]])<br />[[κλάδος]], [[κλωνάρι]] («[[οὔπω]] χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[πληθυσμός]] γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο [[άτομο]] με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλών]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάων</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]». Ο τ. <i>κλῶ</i>-<i>νος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλωνί]], υποκορ. του [[κλών]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ταυρί]]: [[ταῦρος]], [[καπρί]]: [[κάπρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλωνάρι]](<i>ον</i>), [[κλωνί]](<i>ον</i>), [[κλωνίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλωνίζω]], [[κλωνίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλώναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωνίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωνοκοπώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κλωνοφορώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλωνανθής]], [[κλωνοβλάστημα]], [[κλωνόγυρτος]], [[κλωνοειδής]]. (Β συνθετικό) α) -[[κλων]]: <b>αρχ.</b> <i>άκλων</i>, <i>μονόκλων</i>. β) -κλωνος: [[μονόκλωνος]], [[πολύκλωνος]], [[τρίκλωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύκλωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκλωνος]], <i>γυρτόκλωνος</i>, [[δίκλωνος]], [[εξάκλωνος]], [[μυριόκλωνος]], [[τετράκλωνος]], [[υψίκλωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῶνος Medium diacritics: κλῶνος Low diacritics: κλώνος Capitals: ΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: klō̂nos Transliteration B: klōnos Transliteration C: klonos Beta Code: klw=nos

English (LSJ)

ramus, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ (AM κλών, -ωνός, Μ και κλώνος)
κλάδος, κλωνάριοὔπω χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.)
νεοελλ.
βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού
μσν.
κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλών < κλάων < κλάω / - «σπάζω». Ο τ. κλῶ-νος < κλωνί, υποκορ. του κλών, κατά το σχήμα ταυρί: ταῦρος, καπρί: κάπρος.
ΠΑΡ. κλωνάρι(ον), κλωνί(ον), κλωνίσκος
αρχ.
κλωνίζω, κλωνίτης
αρχ.-μσν.
κλώναξ
μσν.
κλωνίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλωνοκοπώ
μσν.
κλωνοφορώ
νεοελλ.
κλωνανθής, κλωνοβλάστημα, κλωνόγυρτος, κλωνοειδής. (Β συνθετικό) α) -κλων: αρχ. άκλων, μονόκλων. β) -κλωνος: μονόκλωνος, πολύκλωνος, τρίκλωνος
αρχ.
εύκλωνος
νεοελλ.
άκλωνος, γυρτόκλωνος, δίκλωνος, εξάκλωνος, μυριόκλωνος, τετράκλωνος, υψίκλωνος].